Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Την κοιτούσαμε που απομακρυνόταν, σαν να ξέχασε το φαΐ στο φούρνο. «Ευαίσθητη η φίλη σου, ε;» στράφηκα στον Ιούλιο. Ανεβοκατέβασε το κεφάλι κάμποσες φορές, ότι συμφωνούσε και με το παραπάνω, λες και γνώριζε κι άλλα μυστικά γι' αυτήν και ήρθε η ώρα να τα μαρτυρήσει.
«Ελευθερία τη λένε, τι περιμένεις;» είπε κάποια στιγμή. «Ευαίσθητο είδος· για να υπάρξει εκείνη μπορεί και να σκοτώσει». Κούνησα κι εγώ το κεφάλι πάνω κάτω. «Το βλέπεις αυτό;» άπλωσε το αριστερό του χέρι μπροστά μου. Ανεβοκατέβασα πάλι το κεφάλι. «Τι βλέπεις;» «Κάτι λείπει». «Ακριβώς, λείπει το μικρό μου δάχτυλο κι εγώ δεν γεννήθηκα κουλοχέρης, έτσι; Στο Γυμνάσιο είχα πέντε δάχτυλα από δω και πέντε από κει, το θυμάσαι;» «Θυμάμαι, που μούντζωνες τους πάντες». «Ε, τώρα μουντζώνω τα μούτρα μου. Τότε ακόμα δεν μου έλειπε κανένα δάχτυλο, μου έλειπε όμως μυαλό. Μια Πρωτοχρονιά είχαμε πάει μεγάλη παρέα στο σπίτι της Ελευθερίας. Φάγαμε, ήπιαμε, χορέψαμε και κάποια στιγμή πιάσαμε κουβέντα για τον Βαν Γκογκ». «Ετσι, στα καλά καθούμενα;» γέλασα. «Οχι, στα κακά καθούμενα», είπε σοβαρά. «Δεν ήμασταν και τόσο παλαβοί. Αλλά το κάδρο του με τη ζωγραφιά εκείνη που έχει αμπαλαρισμένο το μούτρο με πανιά επειδή έκοψε το αυτί του, κρεμόταν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Οταν άκουσαν τα κορίτσια από την Ελευθερία για ποιο λόγο το έκανε, κατασυγκινήθηκαν. Ακόμα και η ίδια η Ελευθερία, που τον είχε μέρα νύχτα μεs στο σπίτι της και τον έβλεπε συνέχεια. Εκείνη ήταν ερωτευμένη μ' αυτόν κι εγώ μ' εκείνη. Είχα καταντήσει σκλάβος μιας Ελευθερίας, το φαντάζεσαι; Δεν άντεξα άλλο, πάω στην κουζίνα, δίνω μια με το μαχαίρι στο μικρό μου δάχτυλο και ξαναγυρίζω να της το προσφέρω, για να της δείξω ότι κι άλλοι μπορούν να θυσιάσουν εξαρτήματά τους, χωρίς να είναι καλλιτέχνες, αλλά ερωτευμένοι».
Σταμάτησε απότομα και κοίταξε τα δάχτυλά του μπρος πίσω σαν να τα ξαναμετρούσε. «Και η Ελευθερία τι έκανε;» ρώτησα με αδημονία. «Εφυγε!», είπε έκπληκτος, σαν να είχε συμβεί λίγο πριν το γεγονός. «Σηκώθηκε κι έφυγε από το ίδιο της το σπίτι, καταλαβαίνεις τώρα τι εστί Ελευθερία; Αυτές ούτε με το αίμα χαμπαρίζουν ούτε με το τεμάχισμα, μόνο με τους πεθαμένους συγκινούνται». «Ισως θα 'πρεπε να της είχες προσφέρει αυτί αντί για δάχτυλο», είπα χωρίς να γελάω. «Τρελάθηκες;» με κοίταξε σοβαρός. «Αυτιά έχω μόνο δύο, δάχτυλα όμως δέκα». «Εννιά», του θύμισα. «Εντάξει, εννιά. Τότε όμως ήταν δέκα και σκέφτηκα ότι ένα δαχτυλάκι που βγάζεις από το ίδιο σου το χέρι και το προσφέρεις σ' αυτήν που αγαπάς έχει μεγαλύτερη αξία από ένα δαχτυλιδάκι που θα της φορέσεις στο χέρι το δικό της. Ετσι δεν είναι; Κάποτε όμως θα καταλάβουν...» «Τι θα καταλάβουν;» θέλησα να μάθω. «Κοίτα...», έσκυψε προς το μέρος μου. «Και τον άλλο με τ' αυτί έπρεπε να πεθάνει για να τον παραδεχτούν, όσο ζούσε τον κορόιδευαν». «Σε κοροϊδεύει κανείς;» «Ο εαυτός μου», είπε κοφτά και κοίταξε πέρα, σαν να τον έβλεπε να ξανάρχεται κατά πάνω του.
Κατά πάνω μας ήρθε η Ελευθερία κρατώντας έναν δίσκο με εδέσματα, τον απόθεσε στο τραπέζι μαζί μ' ένα άσπρο μπουκαλάκι που έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς της κι έφυγε αμίλητη, δίχως να μας κοιτάξει. Την κοίταζα όμως εγώ, ο Ιούλιος κοιτούσε ακόμα τα χέρια του. Ξαφνικά στράφηκε προς εμένα. «Ξέρεις γιατί σ' έψαχνα;» ρώτησε απότομα. «Εχω γράψει ένα βιβλίο και θέλω να το δεις». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα για ποιο λόγο βρέθηκα εδώ μέσα και τι μου μέλλει. Ηταν η ίδια ιστορία της Φρανκ-φούρτης, τότε που είχα πάει στο ελληνικό εστιατόριο να ζητήσω δουλειά κι εκείνος ο τύπος με το σημάδι στο μάγουλο μ' έστειλε στον Γερμανό ελληνιστή να με βοηθήσει στη μετάφραση του βιβλίου μου και βρεθήκαμε στα καζίνα της Ευρώπης. Εδώ μ' έστειλε ο Ιούλιος. Επρεπε να το είχα καταλάβει, γιατί και οι δύο είχαν το σημάδι τους, αυτό που δείχνει τη μοίρα, όχι τη δικιά τους, αλλά τη δικιά σου. Εκεί στάλθηκα στον Ψηλό για καλό. Εδώ, στην Ελευθερία. Για καλό ή για κακό, θα δείξει.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013


Ο Στέλιος στα όνειρά μου
Ο Θωμάς Κοροβίνης αφιερώνει ένα διήγημα στον Καζαντζίδη, τον «άγιο των φουκαράδων»
του Θωμά Κοροβίνη


– Ξύπνησες, Μπλέριν; Καλημέρα. στις ομορφιές σου είσαι!
– Καλημέρα, Ραφαήλο. Ορεξη που την έχεις πρωινιάτικα.
– Γεια σου, καλέ μου φίλε Μπλέριν, σύντροφέ μου Μπλέριν.

Το αλβανάκι τίναξε από πάνω του τις δύο στρατιωτικές κουβέρτες που τον έσωζαν απ’ το ψοφόκρυο κάθε νύχτα, έξυσε την κούτρα του, κοίταξε στα μάτια τον έλληνα φίλο του, που τον περνούσε καμιά εικοσαριά χρόνια κι ήταν κουκουλωμένος κάτω από κάτι σκισμένα χράμια και μια βρώμικη φλοκάτη, και έριξε το βλέμμα ερευνητικά γύρω του. Αποβραδίς είχε ψάξει όλη τη γύρω περιοχή κι είχε μαζέψει μια στοίβα ξύλα, κομμάτια από ξεχαρβαλωμένα πορτοπαράθυρα, περισσεύματα από παλιές ξυλοδεσιές, κούτσουρα από κληματσίδες και αρχαία κλαδέματα από τα πλατάνια της δημοσιάς. Ο Ραφαήλος, παλιός μάγκας κι άλλο τόσο παλιό νοικοκυρόπαιδο, χαμογέλασε στον νεαρό Αλβανό με νόημα. Ξεπεσμένος καταστηματάρχης, είχε ανοιχτεί άτσαλα και είχε χάσει το είναι του από χρωστούμενα τραπεζοδάνεια και οφειλές σε γνωστούς. Η τύχη τού έφερε μπροστά του το αλβανάκι, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα και το πήρε υπό την προστασία του. Ποια προστασία! Ολη μέρα όργωναν την πόλη για να ζητιανέψουν λίγο φαΐ και να ρουφήξουν καμιά γενναία γόπα, πεταμένη στον δρόμο.

– Ωραίο πράμα το όνειρο. Ε, Μπλέριν;
– Ποιο όνειρο;
– Το όνειρο, αγοράκι μου! Ημουνα, λέει, με τα φιλαράκια μου και τα πίναμε.
– Χτες το βράδυ;
– Ναι, όνειρο είναι, ρε, ό,τι τύχει μπροστά σου βλέπεις!
– Ο,τι τύχει ή ό,τι γουστάρεις;
– Ο,τι σου λείπει, ξέρω ’γώ; Μ’ έπιασε μια νοσταλγία για τον παλιό καιρό.
– Πού βρεθήκατε με τους φίλους;
– Α, στο κέντρο Μαντουμπάλα. Θα τραγουδούσε ο Στέλιος!
– Τι είναι αυτή η Μαντουμπάλα; Μια παλιά βασίλισσα, ξέρω ’γώ, μια μελαχρινή φίρμα απ’ τη Βομβάη, τι σε νοιάζει, ρε! Εδώ λέμε, περιμέναμε να βγει να μας τα πει ο Στέλιος! Αν έπιανες εκείνη την ώρα την καρδιά μου, πήγαινε να σπάσει!
– Χτυποκάρδι, ε;
– Χτυποκάρδι, καρδιοχτύπι, λέει, όπως θέλεις πάρ’ το! Ξέρεις τι είναι να κάθεσαι στην καρέκλα και να φυλάς πότε θα εμφανιστεί μπροστά σου ο θεός σου; Ο ένας και μοναδικός θεός σου;
– Ντροπή, μη λες τέτοια λόγια! Θεός για μένα είναι μόνο ο Αλλάχ. Και για σένα πρέπει να ’ναι ο Χριστός! Κανένας άλλος!
– Καλός είναι κι ο Χριστός, κι η Παναγία, κι ο Αγιος Νούφριος!
– Ποιος είναι αυτός ο Νούφριος;
– Ενας άγιος στα μέρη μου, στα Χανιά, στο Ακρωτήρι! Ερημίτης! Γύριζε γυμνός στην έρημο μ’ ένα κουρελάκι που σκέπαζε τ’ αχαμνά του. Ερημοσπίτης ήταν κι αυτός. Να, καλή ώρα, σαν και μας κι εκείνος. Ρίξε, ρε, κανένα κούτσουρο στη φουφού, όλη νύχτα το αγιάζι μάς τρύπησε το μεδούλι. Αυτή η γριά φουφού, άλλος θεός!
– Εγινε, φίλε.
– Αλλά να ξέρεις ότι υπάρχουν πολλοί θεοί. Η ζωή είναι μεγάλη και η ψυχή του ανθρώπου χωράει πολλούς θεούς. Ε, λοιπόν, έχω προσκυνήσει κι εγώ δυο-τρεις από δαύτους. Ενας απ’ αυτούς ο πιο μεγάλος, είναι ο Στέλιος!
– Εχεις και φωτογραφία του;
– Εχω μία, να εδώ μαζί μου, στην κωλότσεπη, βγήκαμε αγκαλιά κάποιο βράδυ που είχα πάει σ’ ένα κέντρο, στην Τριάνα νομίζω! Εχει και την τζίφρα του από πίσω, ορίστε: «Στον αγαπημένο μου φίλο Ραφαήλο, Στέλιος». Μπήκες;
– Μπήκα.
– Α, να, μπράβο. Οταν είχα το σπίτι, προτού μου το γκρεμίσουν οι μπουλντόζες που έστειλε η ρουφιάνα η τράπεζα, είχα στο σαλονάκι μου 20 μπουκάλια ούζο «Υπάρχω». Με τη φωτογραφία του θεού στην ετικέτα. Ρε, τι πάθαμε! Ακου τώρα:
«Μεγάλες σπαζοκεφαλιές,
 παράνομα τραβήγματα,
 ρέστος, μπατίρης πάντοτε
 και καραβοτσακίσματα,
 απ’ τα πολλά τραβήγματα».
Και στο ντουβάρι ψηλά, στο κέντρο της σαλοτραπεζαρίας, ένα παλιό του φανελάκι κορνιζαρισμένο!
– Σα να λέμε ερωτευμένος ήσουνα.
– Είμαι, ρε, όχι ήμουνα. Φέρε το μπρικάκι να ψήσουμε δυο καφέδες να στανιάρουμε. Δεν θέλουμε μπρέκφαστ εμείς. Αμα πιούμε τα καφεδάκια μας και ρουφήξουμε και δυο τσιγάρα, είμαστε παραπάνω από βασιλιάδες. Επεσα έξω, Αλβανέ, έπεσα έξω.
«Απ’ τις παρανομίες μου
 και τα βαριά μου σφάλματα
 έπεσα θύμα συμφοράς
 και ήμουνα για κλάματα,
 απ’ τα μεγάλα σφάλματα».
– Ραφαήλο, δεν βρίσκεις τίποτε καλύτερο να δεις στον ύπνο σου απ’ τον Στέλιο;
– Σαν τι, ρε;
– Καμιά γκόμενα, ας πούμε.
– Ισα, ρε. Οι γκόμενες μας φάγανε στα ζωντανά, θα τις βλέπουμε και στον ύπνο μας! Εγώ είμαι ευτυχισμένος, ρε φίλε, που με καταδέχεται ο θεός στα όνειρά μου. Αφού δεν πάω στην εκκλησία, ρε. Ποτέ δεν πήγαινα. Εχω τουλάχιστον αυτόν να με τραγουδάει όταν σφαλώ τα μάτια μου και ξεχνιέμαι. Είναι σαν να ακούω το Ευαγγέλιο. Ακου να ξέρεις, πουλάκι μου. Ο άνθρωπος στον ύπνο του φτιάχνει έναν κόσμο ψεύτικο, απατηλό, για να ξεφύγει απ’ τη μαρμάγκα, ζει μιαν άλλη ζωή. Γι’ αυτό σου λέω. Ποιον ήθελες να ονειρεύομαι, τον Καραμανλή ή τον Πάγκαλο; Αυτοί είναι βραχνάδες. Ο Στέλιος ήτανε αγορίνα.
– Γεια σου, ρε Ραφαήλο.
– Γεια σου και σένα ντερβισόπαιδο από το Τεπελένι. Ζήτω η φτώχεια, ρε!
– Ο Στέλιος κονόμησε;
– Πώς δεν κονόμησε! Θα μπορούσε να γίνει Νιάρχος! Πάνω στα καλύτερά του τα παράτησε τα κέντρα. Οι άλλοι, οι φλώροι, πήξανε στο τάλιρο.
– Αμα ήταν τώρα εδώ, τι θα ’κανε;
– Τι να ’κανε, ρε; Θα καθόταν να φουμάρει μαζί μας. Μπορεί να κερνούσε και κάνα τσίπουρο.
– Στη Μαντουμπάλα, Ραφαήλο, τι έγινε χτες;
– Στην αρχή, που λες, βγήκε η μία απ’ τις τρεις θεές.
– Ωστε έχεις και θεές;
– Ναι, ρε Μπλέριν, μόνο θεούς θα είχα! Οι γυναίκες δεν έχουν ψυχή;
– Α, μάλιστα!
– Φαντάζομαι τι ωραία θα ήταν αυτή η πρώτη!
– Ολες ωραίες ήταν, αλλά μη φαντάζεσαι τίποτε σαν αυτές τις αγαλματένιες που βγαίνουν τώρα στην τηλεόραση. Εμείς, εξάλλου, δεν μπορούσαμε να τις δούμε πονηρά. Τις είχαμε σαν τη μάνα μας, σαν την αδελφή μας, σαν τη συμμαθήτριά μας που τη σεβόμασταν. Βγήκε λοιπόν η Γιώτα Λύδια! Μελαχρινή και γλυκιά, με μια φωνή, τι φωνή, βελουδένια! Μη φαντάζεσαι τσαλίμια και καμώματα. Στεκόταν όρθια, ακίνητη και σε καθήλωνε. Βγήκε και είπε το τραγούδι «Πέτρινη καρδιά» του Καλδάρα. «Δεν μπορώ να κάτσω πια με μια πέτρινη καρδιά...».
– Σώπα, ρε συ Ραφαήλο, υπάρχουν και πέτρινες καρδιές;
– Ναι, αγόρι μου, τι νομίζεις, οι πιο πολλές τέτοιες είναι. Υστερα βγήκε η δεύτερη θεά, η Πόλυ Πάνου. Αυτή, πολύ μαγκιόρα, πολύ ντερμπεντέρισσα, μ’ ένα ζεϊμπέκικο σε κάθιζε κάτω. Είπε λοιπόν «Τα λιμάνια» του Τσιτσάνη, που είναι για τη μετανάστευση, το ’61 βγήκε αυτό, τότε που φεύγανε οι Ελληνες για Καναδά, Αυστραλία!
– Φεύγανε κι οι Ελληνες, ε;
– Αυτό που κάνατε εσείς τελευταία, το έκαναν οι Ελληνες πριν από σας και το ξανακάνουν πάλι σήμερα, μετά από σας. Βλέπεις, στην Ιστορία επαναλαμβάνονται συχνά τα κακά, όχι τα καλά.
– Εμάς δεν μας κοιτάει το κράτος στην Αλβανία. Εμάς τους φτωχούς!
– Ενώ εμάς εδώ, τι να σου πω! Τα τελευταία χρόνια όλοι οι χαραμοφάηδες κάνανε παρέλαση, όλοι οι τεμπελχανάδες, Καραμανλήδες, Παπαντρέηδες, Σαμαράδες. Ούτε μια ώρα δεν δούλεψαν αυτοί.
– Εσύ κουράστηκες στη ζωή σου, ε Ραφαήλο;
– Δουλέψαμε, φίλε, κάποια στιγμή ρίξαμε τη ζαριά και χάσαμε. Δεν μας ήθελε το άτιμο.
– Ο Στέλιος δούλεψε;
– Ολες τις δουλειές έκανε, κουλουρτζής, χαμάλης, ό,τι θες έκανε. Αμα ήθελε θα ήταν μεγιστάνας, είπαμε. Εφτασε εκεί ψηλά, κι όταν μαζεύτηκαν 200 εκατομμύρια δραχμές – πού είσαι, αγία μου δραχμούλα; – σταμάτησε. Σου λέει, εγώ απ’ τον λαό βγήκα, και τον λαό εκπροσωπώ, δεν κάνει να προκαλώ.
– Και η δεύτερη θεά; Η Πόλυ;
– Η Πόλυ φορούσε ένα κόκκινο ξώπλατο, κι είχε μια... γάμπα!
– Και η τρίτη θεά; Αυτή βγήκε τελευταία πριν απ’ τον Στέλιο. Η Καίτη Γκρέυ. Μεγάλη καψούρα με τον Στέλιο. Κι ακόμα είναι! Αυτή έχει μια φωνή φευγάτη, θαρρείς κι έρχεται από άλλον πλανήτη. Είπε τη «Νυχτερίδα» του Μπαγιαντέρα.
– Κάτσε καλά τραγουδίστρια, ε φίλε;
– Ερμηνεύτριες λέγονται αυτές. Είναι και πολύ μπριόζα και σεβνταλού η Καιτάρα, μου άναψε τα αίματα. Ελα, κάτσε εδώ κοντά μου, αγοράκι μου, να σε νιώθω.
– Και ο θεός;
– Στο τέλος, που λες, βγήκε κι ο θεός στο πάλκο. Είπε το «Υπάρχω» και μας τελείωσε.
Στο μεταξύ, η γριά φουφού σιγοέσβηνε. Ο Μπλέριν έσκυψε και μάζεψε με την αδύναμη χούφτα του ένα μάτσο κλαράκια και τα ’ριξε στα κάρβουνα.
– Γεια σου, Αλμπάνο μάγκα. Τύχη που την έχεις κι εσύ, ρε κερατά! Ρε Αλβανέ, πίσω από κείνο το δέντρο έχω καβατζώσει τρία κούτσουρα. Θα δυναμώσουμε τη φλόγα να ψήσουμε δυο μισίρια που τζούρνεψα ψες απ’ τη λαϊκή.
– Τζούρνεψα; Μισίρια;
– Τζούρνεψα, έκλεψα. Μισίρια, έτσι λέγαμε τα καλαμπόκια. Μπράβο, ρε Μπλέριν.
– Τα έτρωγε ο Στέλιος τα καλαμπόκια, φιλαράκο;
– Θα τα έτρωγε, ήταν μερακλής. Τα ψάρια κυνηγούσε πιο πολύ. Εμ μερακλής, εμ καλλιτέχνης. Το κ με Κ.
«Εγώ με την αξία μου, με το φιλότιμό μου κρατάω πάντα στη ζωή ψηλά το μέτωπό μου».
– Νόστιμα τα μισίρια, Ραφαήλο;
– Ου, μούρλια! Πάω να την πέσω πάλι. Τα λέμε αύριο. Καληνύχτα!
– Τι καληνύχτα, φίλε; Ακόμη δεν μεσημέριασε καλά καλά.
– Τι να κάνω, ρε συ; Σάμπως μας περιμένει δουλειά;
– Ας βρούμε κάποιαν απασχόληση!
– Απασχόληση, ρε συ, δεν έχουν ούτε οι πτυχιούχοι. Ασε μας στον πόνο μας.
– Τι ήταν λοιπόν για σένα ο Στέλιος;
– Σαν άνθρωπος είχε κι αυτός τα κουσούρια του. Αλλά ήτανε σωτήρας. Στα χρόνια τα δικά μας δεν κοτούσε κάποιος να πει ότι δεν έχει να ταΐσει τα παιδιά του, γιατί άμα δήλωνες φτωχός, σε παίρνανε για κομμουνιστή. Ε, εκείνος, ρε συ, είπε «θα σας κάνω να μην ντρέπεστε για τη φουκαροσύνη σας», θα το διαλαλήσω με το λαρύγγι μου. Δεν ήταν βέβαια επαναστάτης, δεν έλυσε το πρόβλημα, αυτό. Κι όπως φαίνεται – τόσο αίμα έχει χυθεί σ’ όλον τον ντουνιά – δεν θα λυθεί ποτέ. Αλλά με το τραγούδι του βοήθησε τη φτωχολογιά να μη νιώθει κομπλεξικά, να μην ντρέπεται για την κατάντια της.
– Τώρα κατάλαβα. Καληνύχτα λοιπόν. Κι άμα δεις τον Στέλιο ξανά στον ύπνο σου, έχει τα φιλιά μου.
– Ξάπλω κι ονειρέψου τον κι εσύ. Ο Στέλιος δεν είναι μόνο ο άγιος των φουκαράδων, μεσιτεύει στον Παντοδύναμο και προστατεύει τους μετανάστες.

*Ο Θωμάς Κοροβίνης γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση, το διάστημα 1988-1996 έζησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρέτησε στο Ζάππειο και στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο. Εχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία «’55», «Τουρκικές παροιμίες», «Κανάλ ντ’ Αμούρ», «Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου», «Φαχισέ Τσίκα», «Ο Μάρκος στο χαρέμι», «Το χτικιό της Ανω Τούμπας», «Οι ασίκηδες», «Οι ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας», «Ομορφη νύχτα», «Σμύρνη: Μια πόλη στη λογοτεχνία», «Το αγγελόκρουσμα». Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί και το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Ο γύρος του θανάτου». Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και είναι επίσης συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών, ενώ έχει υπάρξει και παραγωγός και επιμελητής ραδιοφωνικών εκπομπών. Από το 2009, στις αρχές του καλοκαιριού, οργανώνει στο κτήμα του, στα Λεχώνια Πηλίου, μια βραδιά πανελλήνιας συνάντησης συγγραφέων και αναγνωστών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τη συμμετοχή μουσικών συγκροτημάτων.


Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Οδός Έσλιν", πρώην "Κάψες"
Συγγραφέας: Κωστής Παπαγιώργης
Χωρίς παλαβωμάρες δε βάζει κανείς μυαλό, για τον Ίδιο λόγο πού ένας νέος μονίμως σοβαρός δεν εμπνέει σε κανέναν εμπιστοσύνη. Κάθε ψυχική διαμόρφωση, καθώς δείχνει ή πείρα, έχει ανάγκη από δόσεις αλόγιστου πρωτογονισμού οι όποιες, καιρού θέλοντας και παρέας έπιτρεπούσης, μπορεί κάποτε να αποτελέσουν αποθέματα ηθικότητας. "Άλλωστε ο Κένταυρός Χείρωνας, θηρίο και σοφός εν ταυτώ, αποτελεί μυθικό παιδαγωγικό πρότυπο. Αυτό βέβαια δεν ισοδυναμεί με παρότρυνση για να πηγαίνει κανείς στα σκυλάδικα - πού να τα βρει κιόλας; - αλλά στην περίπτωση πού τύχει να δουλέψει (πελάτης) επί χρόνια σε παρόμοια μαγαζιά, δεν αποκλείεται να φτάσει σε ανάλογα συμπεράσματα.
Ή άποψη ότι τα καλύτερα πράγματα συμβαίνουν έξω, στο δρόμο, στα κέντρα, στα γήπεδα, στις αλλοπρόσαλλες μαζώξεις έχει βάση. Ή ζωή κατ' οίκον ταιριάζει σε μωρά, σε γέρους, σε άρρωστους ή σε ηλικίες πού ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους με την αυθόρμητη κοινωνικότητα. Ειδικά στη ζωή της πρωτεύουσας, ή πολυκέφαλη και παράταιρη συντροφιά πού παίρνει σβάρνα ταβερνεία, μπαρ, ξενυχτάδικα, κολάδικα και τραβάει το διάβολο από την ουρά έχει αναδειχτεί σε μεγάλο παιδαγωγό. Ή διασκέδαση κρατάει το νόημα της από το σκόρπισμα (σκεδάννυμι) κι αν δεν σκορπίσεις το εγώ σου και το χρόνο σου μέσα στην νυχτερινή πόλη πού άλλου θα βρεις να το σπείρεις;
Μιλάμε για την πιωμένη συντροφιά και όχι για παρέες περιπατητών πού κάνουν τον κύκλο της πλατείας άναψύχοντας τα σώψυχά τους. Βασικό γνώρισμα της παρέας είναι ο εθισμός στο ποτήρι. "Όταν σου λένε (πιές για νά' ρθεις στα Ίσια σου.) δεν τους καίγεται καρφί αν θα πιεις, αλλά αν θα ξεκλειδωθείς και αν θα παραμείνεις διάπλατος, με άναπεπταμένας θύρας όλη τη νύχτα. Αμίλητοι και συγκρατημένοι συνδαιτημόνες δε στηρίζουν τις παρέες- χρειάζεται πολυλογία και λογοτριβή για να ζεσταθεί ή ατμόσφαιρα, ακατάσχετη φλυαρία για να διεγερθούν όλες οι περιέργειες. Οι πάντες πρέπει να ξομολογιούνται. Κατά συνέπεια την συντροφιά πού πάει κατευθείαν στο σκυλάδικο χωρίς να περάσει πρώτα από την ταβέρνα - αν υποθέσουμε πώς υπάρχει - δύσκολα μπορείς να την καταλάβεις.
Δεν αποκλείεται ο (φίλος) κάποιας τραγουδίστριας πού κάνει ένα βιαστικό πέρασμα για να πιει ένα και να ακούσει μερικά τραγούδια· ούτε ο (γνωστός) κάποιου μουσικού πού θέλει να τον τιμήσει για λίγο με την παρουσία του. Άλλα οποίος δεν ανοίγει μπουκάλι δεν υπολογίζεται. Ή συντροφιά πού μετράει για τον καταστηματάρχη είναι αυτή πού φτάνει τους δέκα, πού πιάνει δυο τραπέζια, ανοίγει δυο και τρία μπουκάλια και είναι προδιατεθειμένη να κάνει (καλή) ζημιά στο μαγαζί (να σπάσει πιάτα, να ρίξει λουλούδια, να γυρίσει κανένα τραπέζι και τα παρόμοια). Ό καλός πελάτης είναι λίγο (χάλια) - εδώ βρίσκεται το μυστικό. Και κατά κανόνα είναι χάλια από (καλοπέραση).
'Αλλά πριν από τους πελάτες και τα άθλα τους, καλό είναι να έχει κανείς μια εποπτεία του χώρου. Το σκυλάδικο, στη διαρύθμισή του, υπακούει κομμάτι στην αρχιτεκτονική του θεάτρου. Υπάρχει σκηνή (δηλαδή πίστα), πλατεία (οπού κάθονται οι ακροατές και οι κατά βούληση χορευτές), ορχήστρα πού αποσύρεται μόνο τα ξημερώματα, παρασκήνια, ταξιθέτες (οι γνωστοί (φουσκωτοί) πού φέρονται όπως οι Σκύθες στα αρχαία θέατρα), κορίτσια πού πάνε από τραπέζι σε τραπέζι για τη μαλάγρα, και βέβαια οι εκτελεστές των ασμάτων πού αναγράφονται ονομαστί πάνω από την είσοδο του μαγαζιού. Συνήθως ο χώρος δεν αξίζει δυάρα χωρίς τον κόσμο (γυφτιά και προχειρότητα σε όλα)· αντίθετα όταν λειτουργεί χωρίς να φαίνεται, αποκτά ανυπολόγιστη σημασία.
Όπου συρρέει κόσμος είναι βέβαιο ότι κάποιο ήθος υποβαστάζει το πλήθος - το Ίδιο ήθος πού διαφθείρεται κιόλας. Στα σκυλάδικα είναι ολοφάνερο· είναι το παλιό πανηγύρι πού ξεθύμανε στην επαρχία και μετακόμισε στις πόλεις μασκαρεμένο, ή παλιά φυλετική σύναξη πού εξέπεσε, ή παρωχημένη ευωχία της γιορτής πού στράφηκε ύποκοσμικά και ενίοτε ληθαργικά προς τα καμώματα των θαμώνων. Παρόμοια κέντρα οπού ο κόσμος προσέρχεται αυθόρμητα δεν μπορείς να τα επινοήσεις. Το πατρόν υπάρχει - κι όσο πιο ποδοπατημένο τόσο πιο ισχυρό. Ποτό, ξενύχτι, χορός, τραγούδι, ζοριλίκια, γυναικοδουλειές συνιστούν περίπου μια σύνοψη της ανθρωπότητας. Και οι πιστοί είναι πολλοί.

Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς πώς περνάει μια νύχτα στο σκυλάδικο· τα στερεότυπα Ισχύουν : τραγούδια, χοροί, έξωστρέφιες, τσάμπα κέφι και τσάμπα παρεξηγήσεις, ζαλάδες και ξεσπάσματα. Άλλα σε ένα κέντρο οπού δεν πας με την οικογένεια σου για να διασκεδάσεις, είναι βέβαιο ότι υπάρχουν ειδικοί κανόνες συμπεριφοράς και προπάντων ειδικό φύραμα ανθρώπων πού το συντηρούν.
Ή βασική αρχή είναι ότι αποκλείεται το φαγητό. Ενώ στα παλιά έργα του ελληνικού κινηματογράφου βλέπουμε τον Χατζηχρήστο να κάνει καταγκιοζιλίκια ανάμεσα σε τραπέζια με ριγέ τραπεζομάντηλο και γκαρσόνια πού μεταφέρουν πιάτα, προϊόντος του χρόνου το φαγητό δραπέτευσε. Ή ταβέρνα ξεκόλλησε από το μπουζουκάδικο. Όσοι πρόλαβαν να πάνε στα παλαιά θρυλικά μαγαζιά, όπως του Τζίμη του Χοντρού, θα θυμούνται ότι ο πελάτης άκουγε, χόρευε αλλά έτρωγε κιόλας μέσα σε ατμόσφαιρα φιλική και ενίοτε οικογενειακή. Αντίθετα αφότου το μαγαζί περιορίστηκε σε ουίσκι, παγάκια και ξυροκάρπια, αυτόματα μειώθηκε και ή κλίμακα των πελατών.
Ό κλασικός θαμώνας επελέγη από μονός του· συνήθως μαγκούφης ή οικογενειάρχης πού έχει το βράδυ ελεύθερο. Μικροήρωες του υπόκοσμου, (σκληροί) κατά τεκμήριο, αρέσκονται να έχουν ειδική ώρα εισόδου και μάλιστα με ειδικά προνόμια. Πριν άπ' όλα (τραπέζι πίστα). Ό παλιός δεν ανέχεται να θαφτεί στα ενδότερα του μαγαζιού, σάμπως να είναι τυχαίος· αν δεν είναι σε απόσταση αναπνοής από την τραγουδίστρια νιώθει υποτιμημένος. Συνάμα θέλει πρόθυμο γκαρσόνι και τα πιάτα του (ή τις σαμπάνιες) στο λεπτό πάνω στο τραπέζι. Σε αυτές τις περιπτώσεις ή ταχύτητα ισοδυναμεί με την εκτίμηση προς το πρόσωπο του. Είπα και έγένετο.
Μολονότι οι τακτικοί θαμώνες έχουν υφός άνθρωπου πού έχει χεσμένους τους άλλους, είναι προφανές ότι ή ατμόσφαιρα δε γίνεται αν δεν υπάρχει κόσμος στο μαγαζί. Απλώς πρέπει να τηρούνται οι διαχωριστικές γραμμές και να αναγνωρίζεται ή προϋπηρεσία - χρόνια ολόκληρα - και το άπουσιολογιο.
Μετά τη γνωστή ιστορία του Κοεμτζή άλλαξε δυστυχώς ριζικά ή καθιερωμένη (παραγγελιά). Πριν από τους φόνους ο υποψήφιος χορευτής ανέβαινε μονός - κατάμονος -στην πίστα και εκτελούσε το τραγούδι του χωρίς κανέναν στα πόδια του. Τώρα ή πίστα έχει καταντήσει αλώνι για όλους. Εντούτοις στα σκληρά μαγαζιά ή παραγγελιά Ισχύει ακόμα ατύπως. Δηλαδή μεταφέρεται ή (έπιθυμία) στον τραγουδιστή, εκείνος γνέφει καταφατικά, και κατόπιν τα γκαρσόνια πιάνουν δήθεν αδιάφορα τις διόδους πού οδηγούν στην πίστα. Ή κεντρική φιγούρα ανέρχεται, κάνει τις πρώτες γυροβολιές και όλο του το κύρος συναρτάται με την επιμονή των γκαρσονιών να αποθαρρύνουν τους υπόλοιπους χορευτές. Αν κάποιος καταφέρει να ξεφύγει, ο προσβληθείς συνήθως κατεβαίνει αμέσως σεκλετισμένος· δεδομένου δε ότι κάθε παραγγελιά συνοδεύεται και με σωρούς σπασμένων πιάτων, είναι χαζό να άνέβεις για να χορέψεις πάνω στα πιάτα του αλλού.
Συμβαίνει συχνά μια παρέα να έχει μπει στο μαγαζί από νωρίς - σχεδόν με τις καθαρίστριες - και να έχει κεφάρει προτού καν οι άλλοι να πιουν το πρώτο ουίσκι. Αυτή ή παρέα είναι καλή για το μαγαζί, διότι ο πιωμένος χαλάει λεφτά, αλλά πολύ αρνητική για τους άλλους. Μπαίνοντας σε ένα μαγαζί πού το θεωρείς δικό σου, αποξενώνεσαι όταν βλέπεις άγνωστους να χορεύουν και να χαριεντίζονται σαν παλιοί γνωστοί με τους τραγουδιστές επαληθεύοντας το βαρύ (παραγνωριστήκαμε).

Ή καλή γνωριμία με το μαγαζί θέλει συστάσεις. Αν και σπάνιος, ο πλούσιος πελάτης πάντα έχει ξεχωριστή μεταχείριση. Άλλα αφού κατά κανόνα τα βαλάντια των περισσότερων είναι φτωχά, οι διακρίσεις υπακούουν στην επετηρίδα. Μια φορά δε λεει τίποτα. Δεύτερη και τρίτη Ίσως να είναι και σύμπτωση. Άλλα όταν μια συντροφιά έχει ρίξει κάβο και περνάει εκεί μήνες και χρόνια, τα πράγματα αλλάζουν. Γνωρίζεσαι με τον καταστηματάρχη (Δικός σου το μαγαζί!), σε μαθαίνουν τα γκαρσόνια (πού δεν αργούν να αρχίσουν τα χοντρά αστεία), αλλά κυρίως βάζουν πια πλώρη για το τραπέζι σου οι φίρμες του μαγαζιού. Γυναίκες και άντρες.
Τότε τα πράγματα αρχίζουν να σοβαρεύουν. Μαθαίνεις τα οικογενειακά τους, τις αμοιβές τους, τις επαγγελματικές φαγωμάρες και συνάμα - αφού κάθε μυστικό ενοχοποιεί τον εξομολογητή - αρχίζεις να είσαι συνένοχος. Ξέρεις πλέον την ιεραρχία του μαγαζιού. Ποιος είναι ο επιχειρηματίας, ποιος κλαίει για τα άδεια τραπέζια, γιατί ο τάδε βγαίνει πριν από τα μεσάνυχτα ενώ ο άλλος δικαιούται τις καλύτερες ώρες - από τις δύο μέχρι τις τρεις. Κι εδώ οι αντιζηλίες είναι στο φόρτε τους - έτσι για να μη χάνει ή ζωή τη νοστιμιά της.
Άλλωστε κανείς από τους τραγουδιστές δεν είναι συμφιλιωμένος με την κατάσταση του μέτριου και παραπεταμένου. Οι χαμηλές βαθμίδες έχουν αυξημένο αίσθημα του προσωρινού. "Όλοι λίγο πολύ έχουν να διηγηθούν μια ιστορία με εταιρείες, σαθρές υποσχέσεις, ατυχίες και τα παρόμοια. Αυτό δε σημαίνει ότι λείπουν οι καλές φωνές και κείνο το ιδιαίτερο χρώμα πού κάνει το καλό (σκύλο) να διαπρέπει στην πίστα (όπως ο Παναγιώτης Μιχαηλιδης, καλή του ώρα).
Οι τραγουδίστριες - και τα κορίτσια του μπαλέτου - είναι γλέντι. Χαίρονται όταν υπάρχουν επιφανείς στην παρέα (κανένας γιατρός, δικηγόρος, διαφημιστής, ηθοποιός, δημοσιογράφος) και δεν εκτιμούν καθόλου τους ανθρώπους των γραμμάτων (Βγαίνει μεροκάματο;) Κάποτε πού είχα κατεβάσει στο υπόγειο τον Νίκο Ξυδάκη και τραγουδούσαν ένα τραγούδι του, όταν είπα στην τραγουδίστρια πού καθόταν στο τραπέζι μας ότι ο τύπος με το μαλλί είναι ο Ξυδάκης, μου απάντησε ξερά: <Αντε ρε σουρωμένε!>) Ένα χαριτωμένο κορίτσι από το μπαλέτο με προσκαλούσε επίμονα να πάνω να τη δω στο τάδε θέατρο σε ένα ρόλο του Μπέκετ...
Ένα άλλο βασικό γνώρισμα του μαγαζιού είναι ότι ή μουσική είναι στο τέρμα και για μιλάς στα τραπέζια πρέπει να βάζεις τα χείλια σου πολύ κοντά στο αυτί του διπλανού. Όπως περίπου στα κατάμεστα γήπεδα. Με τον απέναντι σου είναι αδύνατο να συνεννοηθείς. Άλλωστε τα περάσματα πού κάνουν οι τραγουδιστές και τα κορίτσια από τα τραπέζια δεν διαρκούν πολύ· πρέπει να εναλλάσσονται και να μη μένει κανείς παραπονεμένος. Ούτε και όλες οι ώρες επιτρέπουν τις ίδιες ανέσεις. Ειδικά μετά τις μία ή ώρα, όταν τα τραπέζια έχουν γεμίσει και το ποτό έχει βάλει το χεράκι του, οι ταχύτητες αλλάζουν.
Οι παλιές καραβάνες, τους πανηγυρτζίδες μουσικούς - κλαρινιτζίδες και τα λοιπά ­τους λένε (ακτινολόγους) γιατί ή ματιά τους φτάνει βαθιά στο πορτοφόλι σου. .Αυτό σημαίνει ότι ο οργανοπαίχτης σε κόβει από φάτσα (αν έχεις λεφτά) και σου παίζει ό,τι ζητάει το ντέρτι σου για να σε μαδήσει. Φυσικά στο κέντρο σπανίως κολλάνε χαρτονομίσματα στο κούτελο του τραγουδιστή, αλλά υπάρχουν άλλα μέσα για να βάζεις το χέρι στην τσέπη. Τα ^καλά)> τραγούδια δεν τα χαραμίζουνε στην αρχή. Πρέπει πρώτα να κάνεις κεφάλι, να ξεμυαλιστείς πίνοντας, και κατόπιν να σε φέρουν στο τσακίρ κέφι.
Είναι λυπηρό πού απαγόρευσαν τα σπασίματα των πιάτων. Έκτος από παγκόσμια πάτεντα, ήταν και ένας πολύ αθώος τρόπος να εξωτερικεύεις τη χαρά σου και να επιδεικνύεσαι. Δέκα στοίβες πιάτα μπροστά στην τραγουδίστρια, πανέρια με λουλούδια και σαμπάνιες πού ανοίγονται με τα δόντια, είναι κανονική τελετή. "Άμα συνηθίσεις σε αυτό το κλίμα, κατόπιν αδυνατείς να ακούσεις τραγούδια από δίσκο ή κασέτα· που είναι τα πιάτα; Πού είναι τα γκαρσόνια πού τρέχουν να προλάβουν προτού τελειώσει το τραγούδι;
Ή καλή ώρα του κέντρου είναι μετά τις δύο· τα μπουκάλια έχουν αδειάσει, τα τασάκια έχουν γεμίσει δεκάκις, οι πελάτες έχουν μπει στο παραμύθι και όλο το σκυλάδικο αρμενίζει σαν ακυβέρνητη γαλέρα στα βάθη όλων των κρανίων. Εκείνη την ώρα ή πίστα έχει τσιτωθεί κομμάτι, γιατί οι (έπιθυμίες) δίνουν και παίρνουν και οι υποψήφιοι χορευτές πληθαίνουν απρόβλεπτα. "Όσοι βλέπουν μόνο το τουρλουμπούκι καλά κάνουν. 'Αλλά δεν τα βλέπουν όλα. θυμάμαι πού κατεβάσαμε κάποτε έναν -ψυχαναλυτή στην ύπόγα καί μόλις είδε τα πιάτα - καθώς φαίνεται δεν τα είχε ξαναδεί - άφησε στο τραπέζι μια χιλιαροπούλα και έφυγε προτροπάδην.
Αυτή ή λαϊκή έξωστρέφια - καθώς το ουίσκι έχει αλώσει εσωτερικά τον δϊψομανή -ισοδυναμεί με ανασύνδεση με τον βαθύτερο χρόνο. Κάθε Γερμανός, έλεγε ο Μπίσμαρκ, με δυο κανάτες μπύρα στέκεται στο ύψος του. Πραγματικά δε χρειάζεται πάνω από μια μπουκάλα ουίσκι για να επιτευχθεί ή εσωτερική ανάταξη. Ό φτιαγμένος έχει διπλά σπλάχνα και τρύπιο κεφάλι. Ακούει ακόμα και τα νύχια του να μακραίνουν.
Εκείνη τη στιγμή της μεγάλες ευφορίας δεν αργεί να κάνει και την επίσημη εμφάνιση του ο καβγάς. Στα κέντρα ισχύουν απολύτως οι νόμοι της ζούγκλας. Γιατί άραγε το λιοντάρι κάθεται πάντα βαρύθυμο και κανείς δεν το πειράζει; Επειδή όλοι το φοβούνται. Αντίθετα όσο μικραίνει ή κλίμακα τα ζώα είναι ανήσυχα, ταραγμένα και συχνά δηλητηριώδη. Το δηλητήριο είναι σήμα αδυναμίας. Γι' αυτό και μαχαιροβγάλτες δεν είναι οι κρεμαντάλάδες ούτε οι ρωμαλέοι, αλλά κάτι ανθρωπάρια πού δεν τα πιάνει το μάτι σου. Μία από τις χειρότερες επιθέσεις πού είδα - με σπασμένο ποτήρι στα μάτια ενός φίλου - είχε πρωταγωνιστή έναν σπιθαμιαΐο κομμωτή. Οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι είναι οι αδύναμοι -φίδια μοναχά.
Σαν σπαραξικάρδια στρούγκα, το μαγαζί έχει τις αυστηρές διακρίσεις του. Άλλου ο τσοπάνος, άλλου τα πρόβατα. Τα λίγα τραπέζια γύρω από την πίστα - το βασιλικό θεωρείο ας πούμε - ανήκει συνήθως στους παλιούς και στους άυγομένους. "Έρχονται πάντα αργά, με ύφος άνθρωπου πού έχει κάνει σοβαρές δουλειές (κομπίνες, χαρτοπαιξία, μιροαπάτες) και πηγαίνει (σπίτι) του για να πιει κανένα ποτήρι. Αυτοί, όπως μαθαίναμε, είχαν πάντα και κάποιο (κούφιο) στην τσέπη τους. Τότε ακουγόταν και ή φοβερή φράση : (το περίστροφο ζυγίζει μισό κιλό, ή σκανδάλη έναν τόνο).
Τα γκαρσόνια σκοτώνονταν να τους περιποιηθούν και κυρίως προειδοποιούσαν εμάς τους αθώους να μην κάνουμε αστεία κοντά στα τραπέζια τους. Στις στιγμές της μεγάλης έξαρσης, ως γνωστόν, ο πελάτης δεν σπάζει μόνο πιάτα. Με ένα κράμα οργής και εγωκεντρισμού, γυρίζει το τραπέζι ανάποδα με όλα τα συμπράγκαλα. Ή κίνηση εκτιμάται τα μάλα από το μαγαζί γιατί έχει καθορισμένο κοστολόγιο. Στη στιγμή τα γκαρσόνια πρέπει να αποκαταστήσουν την τάξη (νέο τραπεζομάντηλο, νέα μπουκάλι, νέα ξηροκάρπια, κόκες κόλες και κάτι μακρόστενα άγγουράκια για τους εκλεκτούς). Κάποιος πελάτης είχε ενδώσει σε δεκαπέντε ανατροπές μέσα σε μια νύχτα.
Άλλα στα τραπέζια της πίστας ή ανατροπή έθετε προβλήματα. Μοιραία το τραπέζι έπρεπε να σκάσει πάνω στην πίστα, όποτε κινδύνευε ή ακεραιότητα των τραγουδιστών και ίδιαίτερα των κοριτσιών. Οι ιθύνοντες του μαγαζιού συνήθως φροντίζουν να καρφώνουν στο πάτωμα αυτά τα λίγα τραπέζια. Ό πελάτης βάζει τα δυνατά του, γουρλώνει τα μάτια, αλλά παραιτείται. Εντούτοις, οι σκληροί αποκλειόταν να παραιτηθούν. Περίπου επί ένα τέταρτο πάλευε κάποια νύχτα ένας κοντόχοντρος - πάντα με το τσαντάκι στη μασχάλη - να ξεριζώσει ένα καρφωμένο τραπέζι. Τα γκαρσόνια όχι μόνο δεν πάσχισαν να τον αποθαρρύνουν - αλλά είχαν συγκεντρωθεί γύρω του χειροκροτώντας.
Στο άλλο άκρο τα ξεσπάσματα των φουκαράδων είχαν κι αυτά τη νοστιμιά τους. Λίγα λουλούδια στις τραγουδίστριες αλλά πολλές φωνές, ελάχιστα πιάτα αλλά με πολύ θέατρο, κι όλα αυτά με τη γνωστή δριμύτητα του φτωχοδιάβολου πού θυμίζει την παροιμία (θύμωσε ο μπάκακας κι ή λίμνη δεν το ξέρει)
Μια άλλη βασική διάκριση μέσα στους κόλπους της μικρής σκυλάδικης αδελφότητας είναι ανάμεσα στους πιωμένους και στους απέχοντες. Το μαγαζί δεν πίνει· αυτό είναι νόμος. Καταστηματάρχης, γκαρσόνια, Σκύθες και φουσκωτοί, τραγουδίστριες απέχουν. Εξαιρούνται μόνο κάποιοι τραγουδιστές. Ή όλη μηχανή του ενθουσιασμού στήνεται από νηφάλιους πού εισπράττουν τα νοίκια της ξένης ευωχίας. Αν κατά λάθος και παρ' ελπίδα συμβεί να αθετηθεί ο κανόνας, το κέντρο γίνεται παρανάλωμα.
Μιλάμε για (μηχανή) ενώ στην πραγματικότητα ή μέθοδος είναι πανάρχαια. "Άνθρωπος πού πίνει και βομβαρδίζεται επί ώρες με τραγούδια, αποκλείεται να μη φτάσει σιγά σιγά στο σημείο οπού παθαίνει μια εσωτερική έκρηξη, σάμπως να πήρε φωτιά το μέσα του και θέλει να κάνει ζημιές και καταστροφές. Τα αποθέματα δυστυχίας πού διαθέτει ο καθένας καταχωνιασμένα, εκείνες τις στιγμές θέλουν να κάνουν παρέλαση. Πού άλλου μπορεί ο περιθωριακός να θεατριστεί ατιμωρητί και ενίοτε άναιμωτί;
Όποιος πίνει, αργά ή γρήγορα γίνεται βλαχοδήμαρχος. Κερδίζει πλασματικό μπόι και έχει τη βεβαιότητα ότι ή νύχτα είναι δική του και ο χώρος του ανήκει. Ύπ' αυτή την έννοια το σκυλάδικο κρατάει τον θεραπευτικό ρολό ένα ψυχιατρικού παραρτήματος. Ή κατάσταση είναι σοβαρή και συχνά επικίνδυνη γιατί - βασικό αυτό - ο πιεσμένος άνθρωπος πού παίρνει διαβατήριο από το ουίσκι, πριν άπ' όλα πρέπει να παροξυνθεί, να βουτήξει μέσα του για να βγει μετά απαιτητικός και θρασύστομος. Οι περισσότεροι καβγάδες ξεσπούν σε κείνες ακριβώς τις στιγμές. Όταν ή φυγόκεντρη διάθεση πάει με χίλια και ο μεθυσμένος βλέπει παντού εχθρούς πού θέλουν να του πατήσουν την πορφύρα.
Ανάλογα πράγματα μπορεί να Ισχύουν στα ρεμπετάδικα, στα μπουζουκάδικα με τις κομπανίες ή ακόμα και στα σημερινά ορθάδικα ή τα χαώδη μαγαζιά οπού χάνει ή μάνα το παιδί. Άλλα το καίριο γνώρισμα του σκυλάδικου είναι ο περιορισμένος χώρος. Πάνω από εκατό νοματαίοι δε μαζεύονται. Ή ολιγανθρωπία αντί να αμβλύνει τις αντιδράσεις (μεταξύ μας τώρα...) τις διογκώνει γιατί - όπως στις μικρές κοινότητες - οι λίγοι (βλέπουν) ενώ οι πολλοί είναι αόμματοι. Το θέμα δεν είναι τι θα πάθεις, αλλά τι θα φτάσει στα μάτια των άλλων. "Άλλωστε για τα μάτια του κόσμου γίνεται όλο το νταραβέρι.
Ή πανίδα των ξεπεσμένων πού ακροβολίζονται στην πίστα έχει ενδιαφέρον. Μικρομεροκαματιέρηδες, μπατίρηδες, κρυφοπρεζόνια, άνεργοι και άεργοι, στερημένοι και φουκαράδες από κούνια καταφθάνουν με ίσα δικαιώματα. Αυτοί ειδικά είναι Ιδιαίτερα εύθιχτοι εδώ είναι σπίτι μας και θα γλεντήσουμε όπως μας γουστάρει. Όντως έχουν δίκιο και συχνά το βρίσκουν.
Το θλιβερό στα σκυλάδικα είναι οι μπόμπες και το ξυλόπνευμα. Είχα δει αρκετές φορές νέα παιδιά, πού έβαζαν κόκα κόλα στο ουίσκι και το έπιναν γλού γλού γλού, να πέφτουν λιπόθυμα και να τα παίρνουν στα χέρια για το νοσοκομείο. Το σκέτο οινόπνευμα δε χαρίζεται σε κανένανε. Κάποτε πού έφυγε νωρίς μια εύπορη παρέα και άφησε ένα Ντίμπλ πάνω στο τραπέζι, ζήτησα από τον Οδυσσέα - τον επικεφαλής του σκυθικού τμήματος - να μας το δώσει. Τι ήταν αυτό; Κατέβαινε σαν γάλα. Τότε κατάλαβα ότι εκεί είχαμε καταδικαστεί σε χρόνιο (άπογαλακτισμό) Μια φορά πού είχα πάρει μαζί μου τον συχωρεμένο Σταμάτη Μιχαηλίδη με την παρέα του - κάτι επαγγελματίες ποτές - την άλλη μέρα μου τηλεφώνησε με κεφάλι καζάνι : (Πρόσεξε μαλάκα, εκεί σας πάνε για φούντο)

Τέλος πάντων πέρασα έξη περίπου χρόνια - κάθε βράδυ, άνελιπώς - σε ένα σκυλάδικο στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν και το μόνο πανεπιστήμιο από το όποιο αποφοίτησα και μάλιστα με λίαν καλώς.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Μὴν τοῦ μιλᾶτε εἶναι ἄνεργος 
τὰ χέρια στὶς τσέπες του σὰν δυὸ χειροβομβίδες.

Γυρίζει μόνος
στὰ χείλη του παντάνασσα σιωπὴ
συνέχεια τῶν πουλιῶν τὰ μαλλιά του.
Ὠχρὸς
μὲ βουλιαγμένα ὄνειρα κι ἀνέγγιχτος
νερὸ τρεχάμενο στὰ ρεῖθρα, ὠχρὸς
ἕλληνας.
Πάντα ὁ δρόμος μέσ᾿ στὰ μάτια του
κ᾿ ἡ λάμψη ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ
ποὺ καταλύει
τὴ νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στὰ χέρια τοῦ κλαδὶ ἀπὸ ἐλιὰ
γεμάτος πόνο χάνεται στὰ δειλινὰ
αἰσθάνεται
πὼς ὅλα χάθηκαν.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε εἶναι ἄνεργος
τὰ χέρια στὶς τσέπες του
σὰν δυὸ χειροβομβίδες.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε δὲ μιλοῦν στοὺς καθρέφτες.
Ἄνθη τῆς λεμονιᾶς
λουλούδια τοῦ ἀνέμου
στεφάνωσέ τον Ἄνοιξη
τὸν κλώθει ὁ θάνατος.

Πέντε Ποιήματα μέσ᾿ τὸ Σκοτάδι.
Νίκος Καρούζος

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Η γιαγια μου η Μαλλιωτισα


Το επόμενο βράδυ του θανάτου της αναρωτήθηκα ενστικτωδώς αν θα κρυώνει κάτω από την κρύα βρεγμένη γη κι από τότε πέρασαν πολλά βράδια, η απουσία της έγινε σφίξιμο το κενό έγινε σφίξιμο.. 

λυπάμαι που μαζί της χάθηκε μια υπέροχη γλώσσα
ντελόγο, αλαμπλίρι, ήντα λογάται, μεσκίνη, ξαργότου, εργάς, παντόνιαρέ με, μην του φρουκάσαι, εξεγιβεντίστηκε

Τη φαντάζομαι να με ρωτάει "Μανωλη ήντα πόκαμες;" ...πραμα γιαγιά
Ρωτάει η μικρή συχνά για σένα και την καθησυχάζω λέγοντάς της ότι έγινες άγγελος που μας προστατεύει, με μακριά μαλλιά μεγάλα μάτια, που δεν γιαγιέρνει πίσω.
Κάθε φορά που χάνεται ένας αγαπημένος από τη ζωή μας γκρεμίζεται ένας τοίχος προστασίας, μένουμε εκτεθειμένοι, λιγοστεύουν τα σταθερά σημεία μπαίνει μέσα μας η νύχτα, ο ήλιος, η βροχή, ο άγριος άνεμος και δεν βρίσκουμε πού να σταθούμε, η ανάμνηση ρέει άπιαστη, παλιώνει στο βαρέλι, 
μας μεθά με τις αναθυμιάσεις, τρεκλίζουμε ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, στο τότε και στο τώρα, να βάλουμε σημάδια πού είμαστε, τί είμαστε για να μη χαθούμε όταν στροβιλίζεται ο κόσμος και ακόμα και τ'  αστέρια μας κοιτάζουν εχθρικά.
Ένα τείχος λιγότερο, μια αγαπημένη φωνή λιγότερη, κάποιος που σ' αγαπούσε από τότε που γεννήθηκες δεν υπάρχει πια, νιώθεις λιγότερος. Αφήνεις σημάδια λέξεις, όχι για να παραπονεθείς ή να χαρείς αλλά για να καταλάβεις. 

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Ο Τελευταιος Λυραρης στην Σπιναλονγκα

Το 1958 σε σκηνοθεσία της Λίλας Κουρκουνάκου, σενάριο του Βαγγέλη Χατζηγιάννη και μουσική του Δημήτρη Διαμαντόπουλου, γυρίζεται απ’ τη Μεσόγειος Φιλμ το «Νησί Της Σιωπής» με θέμα τη ζωή των λεπτών στη Σπιναλόγκα. Πρωταγωνιστούσαν ο Ορέστης Μακρής, ο Γιώργος Καμπανέλλης, η Νίνα Σγουρίδου, ο Γιάννης Σπαρίδης. Από το νησί έχουν αποχωρήσει και οι τελευταίοι πια ασθενείς αλλά το επίκαιρο κοινωνικό δράμα, αφήνει ασυγκίνητο το ευρύ κοινό, καθώς η σεζόν 1958/1959 θα κόψει μόλις 6 χιλιάδες εισιτήρια στους κινηματογράφους πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιών και προαστίων καταλήγοντας 44η σε σύνολο 51 ταινιών. Η «Αστέρω» που έχει την πρωτιά στο σχετικό πίνακα αγγίζει τις 140 χιλιάδες. Το θέμα του νησιού ήταν σίγουρα βαρύ, αλλά η ιστορία ενδιαφέρουσα, ενώ τα «σκηνοθετημένα» σημάδια των χανσενικών εμφανίζονταν ανεπαίσθητα. Παρ’ όλα αυτά το έργο, λόγω της ιδιαιτερότητάς ταξίδεψε την ίδια χρονιά στα φεστιβάλ της Βενετίας και του Σαν Φρανσίσκο. Σε ορισμένες σκηνές της ταινίας σε καφενείο του νησιού, βλέπουμε κάποιους κατοίκους του να γλεντούν τα βάσανά τους δίχως αύριο συνοδεία λύρας, λαούτου και πιάνου.


Δέκα χρόνια αργότερα ο 26άχρονος τότε σκηνοθέτης Werner Herzog, βρίσκεται στην Κρήτη για τα γυρίσματα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του «Sign Of Life» (Σημάδια Ζωής). Ιδιότυπος κινηματογραφιστής και εκκεντρικός χαρακτήρας, ο Herzog έλκεται από το βίο του τελευταίου λυράρη της Σπιναλόγκα, που όταν το κολαστήριο του νησιού καταργήθηκε, εκείνος συνέχισε να ζει μόνος του εκεί, τρώγοντας σαύρες και αγριόχορτα. Όταν οι αρχές τον έφεραν δια της βίας στον πολιτισμό δεν ξανάβγαλε μιλιά απ’ το στόμα του και επικοινωνούσε με τον κόσμο μόνο με τη λύρα του που έπαιζε στα καφενεία. Έτσι ο Herzog αποφασίζει να φιλμάρει παράλληλα ένα ασπρόμαυρο πειραματικό μικρού μήκους φιλμ , διάρκειας 13 λεπτών με τίτλο «Letzte Worte» (Τελευταίες λέξεις) με κεντρικό πυρήνα τον ιδιόμορφο λυράρη. Πρωταγωνιστής του ο φημισμένος ρεθυμνιώτης λυράρης Αντώνης Παπαδάκης ή Καρεκλάς που ο μύθος θέλει να πέρασε απ’ τη Σπιναλόγκα αν και δεν ήταν λεπρός όπως συνέβη και με πολλούς ακόμη υγιείς συγγενείς και φίλους των αρρώστων και όχι μόνο. Που τελειώνει η αλήθεια και που αρχίζει η μυθποπλασία κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν έχει τοποθετηθεί με σαφήνεια. Πάντως στις «Τελευταίες Λέξεις» ο Καρεκλάς – που έχει μείνει στην ιστορία για την δεξιοτεχνική σούστα του - παίζει δαιμονισμένα με τη λύρα του και τραγουδά συρτό και πεντοζάλια ενώ τον συνοδεύει με μπουζούκι ο Λευτέρης Δασκάλιος. Κάποια στιγμή κάμερα εστιάζει στα πόδια του, υπονοώντας το πρόβλημά του, καθώς τα παπούτσια του είναι διαφορετικά. Το ένα κανονικό και το άλλο κατάλληλα φτιαγμένο για ανθρώπους με αναπηρίες. Βέβαια ο Herzog σε συνεντεύξεις που παραχώρησε κατά την επίσκεψή του στο 50 Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον Νοέμβρη του 2009 είχε δηλώσει ότι πολλά από το ντοκιμαντέρ είναι «μεταμφιεσμένα» έργα. Η ταινία τελειώνει με κοντινό πλάνο στον Καρεκλά που με που με έντονες κινήσεις των χεριών του αναφωνεί στο φακό: «Όχι, δεν λέω τίποτα… τελείωσα… έτσι γουστάρω… τελευταία μου λέξη…». Ο Καρεκλάς σαν λυράρης γλέντησε κόσμο και ντουνιά κι είχε συμμετοχή στην δισκογραφία από τα χρόνια του ΄30, με ηχογραφήσεις σε δίσκους 78 στροφών. Ξακουστή έχει μείνει η ζυγιά (λύρα – μπουλγαρί) που συγκροτούσαν με τον Στέλιο Φουσταλιέρη. Λέγεται ότι ήταν τύπος μποέμ και γλεντζές, γι αυτό και σκορπούσε τα χρήματα που κέρδιζε. Παρά το γεγονός ότι δοξάστηκε στα χρόνια της νιότης και της ωριμότητάς του, το φινάλε του ήταν τραγικό αφού έφτανε στο σημείο σε μεγάλη ηλικία να βγαίνει σφουγγαράδα στα καπηλειά για να ζήσει, ζητώντας βοήθεια από τους μερακλήδες, εισπράττοντας συχνά προσβολές και αδιαφορία από τους μη γνωρίζοντες. Έσβησε στο άσυλο Ανιάτων Χανίων το 1980, σε ηλικία 87 χρονών.


Υπογράφει:Κώστας Μπαλαχούτης Πηγή: www.ogdoo.gr

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013


ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΚΟΟΛ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ 
Η νύχτα της αιθυλικής αλκοόλης
Ζηλεύω τους ανθρώπους που γράφουνε 'οκτώ με τέσσερις' την ημέρα ή 'τρεις με δώδεκα' το απόγευμα ή οποιαδήποτε κανονική ώρα, όπως ζηλεύω και κάτι μαλάκες που έχουν λεφτά απ' τη μάνα τους, αλλά γίνονται συγγραφείς, δημοσιογράφοι, γραφιάδες, αντί να βγαίνουν έξω στα μπαρ και να κωλοβαράνε, όπως θα 'κανα εγώ, αν ήμουν στη θέση τους, που δεν είμαι...
Τώρα στα σκοτεινά μπαρ, άντρες και γυναίκες, λίγα μέτρα μακριά από τη χλαλοή της πόλης, στη μοναξιά του σκαμπό αφήνουν τον ποτισμένο από αλκοόλ εαυτό τους να εξομολογηθεί στον σύγχρονο- «γέροντα», εξομολόγο του, μπάρμαν, εκπαιδευμένο να ακούει, να κατανοεί, να συγχωρεί, και συχνά, διακριτικά, να συμβουλεύει. 
Στο εξώφυλλο λεπτομέρεια από ζωγραφική του FRANCIS BACON

Τό ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τό βιβλίο του Κωστη Παπαγιωργη «Περί μέθης». Πρόκειται γιά συλλογή κειμένων μπολιασμένων ἀπό ἱστορικά καί λογοτεχνικά πρόσωπα, γιά τόν πότη καί τόν μέθυσο, τόν ἀλκοολικό καί τόν πρεζάκια, τήν θέση τους καί τήν σχέση τους μέ τό κοινωνικό περιβάλλον, γιά τήν δημιουργική καί τήν αὐτοκαταστροφική διάσταση τοῦ πίνειν , δέν παραθέτουν στεγνές καί ἄχρωμες πληροφορίες, «μεταφέρουν» βιώματα. Ἀπό τόν Ὅμηρο, τόν Διόνυσο καί τόν Σωκράτη, περνᾶ ἀπό Ραμπελέ, Σαίξπηρ, Ντοστογιέφσκυ καί Μποντλέρ γιά νά καταλήξει μεταξύ ἄλλων στούς Μπουνιουέλ, Κέρουακ καί Μπάροουζ. Σέ αὐτή τήν μέσα στούς αἰῶνες διαδρομή ἀναδεικνύεται μία ποικιλία στάσεων πραγματικῆς καί φανταστικῆς ζωῆς. Ὅπως λέει καί ὁ Παπαγιώργης, τό μεθύσι εἶναι σάν τή θάλασσα, ἄλλοι τήν ταξιδεύουν καί τήν κολυμποῦν καί ἄλλοι πᾶνε στά νερά της νά πνιγοῦν. . 

Ἀπόσπασμα 

….Τό ἀρχικό ξάφνιασμα τοῦ οὐρανίσκου, πού μέ τήν πρώτη ρουφιά ἀνακαλύπτει μίαν εὐεργετική πικρίλα μέσα στό θολάμι τῆς γεύσης. Ἀπό ποτό σέ ποτό ἡ αἴσθηση διαφέρει ὅπως διαφέρει –παραμένοντας ἡ ἴδια – ἡ συνουσία ἀπό γυναίκα σέ γυναίκα. Πάντα ἡ πρώτη γουλιά παραμένει σημαδιακή. Εἰσάγει σέ ἕνα νέο στοιχεῖο. Μολονότι ἀκόμα δέν τρέμει οὔτε ἀνησυχεῖ, ἡ πυξίδα τῆς νηφαλιότητας ἀρχίζει νά ἔχει μαῦρες ὑποψίες.
Ἡ εὐφορία πού προκαλεῖ ἡ ταχύτερη κυκλοφορία τοῦ αἵματος μοιάζει λίγο μέ τούς δοκιμαστικούς ἤχους πού βγάζουν τά ὄργανα ὀρχήστρας πού ἑτοιμάζεται. Κάτι βαθύτερο ἀρχίζει νά σαλεύει καί ἀφοῦ ἡ εὐκαιρία ὑπάρχει, εἶναι βέβαιο πώς θά «παίξει». Ἔστω κι ἄν ἡ εὐκαιρία ἔχει, καθώς λένε, τά μαλλιά στό κούτελο γιά νά τήν ἀδράχνουμε εὐκολότερα, τό ποτό δέν χρειάζεται τήν κώμη. Ἡ μποτίλια ποτέ δέν τό «σκάει».
Μέ λυμένους κάβους τό πλεούμενο ἀρχίζει νά ξεμακραίνει ἀπό τήν ἀποβάθρα. Βέβαια καθυστερεῖ ἀκόμα πολύ ἡ στιγμή πού τήν πληρώνουν τά ἄψυχα, ἀλλά οἱ πρῶτες παρατιμονιές κάνουν τήν ἐμφάνισή τους. Παραδρομές τῆς γλώσσας, τῶν χεριῶν καί τῶν ματιῶν. Εἶναι οἱ ἀδόκιμες χειρονομίες κάποιου αὐτοσχέδιου ἠθοποιοῦ πού ἑτοιμάζεται ἄγνωστο γιά τί.
Οἱ μέθυσοι εἶναι «κουφοί». Δέν ξέρουν τήν χαμηλοθόρυβη ἀτμόσφαιρα τοῦ ραφείου. Μιλοῦν πάντα δυνατά ἀδιαφορώντας γιά τό θέμα. Ὅλες οἱ ἀφορμές γιά συζήτηση εἶναι ἰσάξιες. Θές δέ θές τό ποτό σέ μπολιάζει μέ τό σύνδρομο τοῦ φαροφύλακα πού μετά ἀπό μεγάλη μόνωση, ξεσπάει στόν πρῶτο τυχόντα.
Καθώς, ὅπως γράφει ὁ Γιοῦνγκερ, οἱ μποτίλιες ἀδειάζουν καί τά σταχτοδοχεῖα γεμίζουν, οἱ αὐταπάτες πλευρίζουν ἀθόρυβα τόν πότη. Ἐξαίφνης ἀρχίζει νά εἶναι αὐτό πού θά ἤθελε. Νοιώθει δυνατός καί ἑλκυστικός –ἔνδειξη ὅτι τό κεντρικό νευρικό σύστημα ἔχει δεχτεῖ τά πρῶτα πλήγματα.
Κυριεύεται ἀπό πληθωρική πιθανότητα διάκρισης ἀπίθανων ἀποχρώσεων – εἰδικά ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχουν- λές καί ἔχει προστεθεῖ ἕνας ἐπί πλέον φλοιός στόν ἐγκέφαλό του. Καυτοί ψίθυροι τοῦ καίνε τ’αὐτιά. Ἡ ἀλήθεια τόν διάλεξε γιά ἀπολογητή της. Πῶς νά μή μιλήσει; Πῶς νά μήν ἀποφανθεῖ ἀφοῦ, εἶναι πασίδηλο, διαθέτει τό ἀλάθητο; Ὅπου κι ἄν βρίσκεται θά γυρέψει τόν ἀκροατή του.
Σάν νά συνέρχεται ἀπό χρόνια ἀσθένεια, νοιώθει μία χαρμόσυνη αἴσθηση ἀνθρώπου πού κάποια ἀόρατα χέρια τόν ἐλευθέρωσαν, ἄγνωστο ἀπό ποιά δεσμά. Μοιάζει μέ βάρκα πού πλέει σέ κατηφορικά νερά. Τά πράγματα μπαίνουν μέσα του ὅπως σέ ἕνα τεράστιο καθρέφτη καί ἡ μνήμη ἐπιστρέφει πότε μέ βουητά, πότε μέ πνοές βεντάλιας πού τήν κινεῖ ἕνα τυφλό κορίτσι.
Τά πάντα ὑπόσχονται μία δαψίλεια. Ὁ ρακοσυλλέκτης τοῦ Μποντλέρ ἀρχίζει νά κρυφοκοιτάζει τήν πορφύρα τοῦ Βοναπάρτη. Ἀκατάσχετη διάθεση γιά λεπτότητα καί γενναιοδωρίες, ξένες στήν κατάσταση τοῦ νηφάλιου. Ἡ τσιγγουνιά ἔχει ἐλάχιστους πιστούς στόν χῶρο τῶν μεθυσμένων. Ἦρθε πιθανῶς ἡ στιγμή πού, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Λόουρι, σφίγγουμε τά χέρια μέ γνωστούς καί ἀγνώστους.
Ἡ μεταμόρφωση καταγίνεται στίς μνημειώδεις της χειρονομίες. Ξαναδίνει στό δειλό τήν τόλμη, στό χαμένο τήν ἐλπίδα, ἀφαιρεῖ ἀπό τήν λαλιά τοῦ τραυλοῦ τίς ἐγκοπές καί κάνει τόν ἀέρα αἰωρούμενο χρυσάφι. Τό παρόν ἔχει ἐπιβληθεῖ κατά κράτος. Παρελθόν καί μέλλον φιλοξενοῦνται πλουσιοπάροχα στό νῦν.
Παρότι ὁ μέθυσος μοιάζει κάπως μέ ἀδιάβαστο ἠθοποιό πού στρέφεται συχνά πυκνά πρός τόν ὑποβολέα του (τήν μποτίλια), διάχυτη εἶναι ἡ αἴσθηση πώς ὅλα πᾶνε κατ’ εὐχή. Χωρίς νά τό καταλάβει βρίσκεται στό ὑπερῶο τοῦ ἑαυτοῦ του. Μία ἀλλόκοτη ὑγρασία τυλίγει τά πάντα, ὅπως ὅταν ζυγώνουμε σέ καταρράκτη.
Ἡ συμπεριφορά τοῦ βρώμιου, αὐτοῦ πού ἀρέσκεται στή χλαπαταγή, δέν ἐμποδίζει τά τραγούδια. Κι ὅσο πιό παράφωνα τόσο πιό πειστικά. Ἀντίθετα ὁ μοναχικός μέθυσος δύσκολα τραγουδᾶ. Τραγουδᾶ μέ τά μάτια.
Ὑπάρχει μία μεταδοτική λαχτάρα γιά ἀνεξέλεγκτη ἐλευθερία. Γιά ἀποχαλίνωση. Ὅταν οἱ ἀφέντες τοῦ Μεσαίωνα ἔδιναν τά ἄλογά τους στούς ὑπηρέτες, ἐκεῖνοι τά ἔσκαγαν ἀπό τό τρέξιμο. Ἀργά ἤ γρήγορα κάποιο κεφάλι –τοῦ νόμου, τῆς ἠθικῆς, τοῦ πατέρα, τοῦ ὑπέρ-ἐγώ – θά βροντήξει στό πάτωμα. Οἱ Βεδουίνοι εἶδαν ἀπό μακριά τήν ὄαση κι ὅσο πιό πειστικός ὁ ἀντικατοπτρισμός τόσο περισσότερο θυμίζει ζωή.
Μέσα στόν καθένα ἔχει ἐκμανεῖ ὁ βάρδος πού ἔχει πάντα μεγαλύτερη ἔξαρση ἀπό τάλαντο. Ἀνασκευάζει τό παρελθόν κατά βούληση. Συλλαμβάνει μεγάλες ἰδέες. Τά πάντα πρέπει νά περάσουν ἀπό τό ἀφύλαχτο τελωνεῖο τοῦ στόματος. Ὅλα καθ’ὁδόν. Ὅλα ἐφικτά. Ἀκόμα καί ἡ καφκική ἱκανότητα πού μετατρέπει τό ἐρέθισμα σέ χαρακτήρα.
Ἄλλωστε εἶναι ἡ στιγμή πού ἔχει ἀπωλεσθεῖ –καί πόσο πολύ! –ἡ ἔξωθεν καλή μαρτυρία. Οἱ ἐπιθυμίες μοιάζουν μολοσσοί δεμένοι μέ κλωστή. Τόση πλησμονή ποιός τήν ἀντέχει; Ὁ μεθυσμένος νοιώθει πώς ἔχει μέσα του τά σπλάχνα τριῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ ὥρα πού ψάχνουμε γιά ἐχθρούς. Καί ὅποιος ψάχνει βρίσκει.
Μέσα στήν ταραχή τῶν ἐκρήξεων, πού συχνά σπαθίζονται ἀπό τήν ἀκριβοθώρητη λάμψη τῆς εὐφυίας, ἀλλά πολύ πιό πυκνά τυλίγονται ἀπό τόν πυκνό καπνό τοῦ θερσιτισμοῦ, ἐμφανίζεται ἡ κορωμένη ἀφροδίσια ἔξαψη πού δέν ἀναγνωρίζει διαφορές. Ὁ μεθυσμένος ζητάει ἀπό τήν Ἀφροδίτη τό μέγα μερτικό του. Ἡ πιό ὀχληρή ἀπαγόρευση ( γιά τή γυναίκα τοῦ πλησίον ) δέ θά ἀργήσει νά γελοιοποιηθεῖ. Ἡ δράση ἀρχίζει νά ζηλεύει τήν ἁφή. 
Συνάμα ξυπνάει καί μία ἄλλη αἴσθηση, πού ὁ μεθυσμένος ἀδυνατεῖ νά τήν ἐξηγήσει, παρότι εἶναι τό μέγα πάθος του. Πρόκειται γιά τήν ἐπαφή μέ μία μυστηριώδη βαθύτητα, ἕνα Ἄλλο, πού θυμίζει λίγο τήν ἱκανότητα πού ἔχουν τά σκυλιά στόν Ὅμηρο νά ἀναγνωρίζουν τούς μεταμορφωμένους θεούς. Φωνές τόν καλοῦν ἀπό τά βάθη τῆς ζωῆς καί πέρα ἀπό αὐτή.
Ἐν πολλοῖς τό μεθύσι ἀκολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ὀργασμοῦ. Ὑψώνεται σιγά σιγά καί, μετά ἀπό ἕνα μετέωρο σπαραγμό, καταπέφτει. Οἱ περισσότεροι ἐγκαταλείπουν λίγο ἤ πολύ πρίν ἀπό τήν κορύφωση. Μά ἡ ἀληθινή μέθη –ὅπως ἡ λύση στό θέατρο –βρίσκεται ὁλόκληρη στή τελευταία πράξη. Ὄχι στήν ἔξαψη πού σφύζει ὅπως ἡ ζωή ἀλλά στήν πτώση.
Ἡ χαρά ἀρχίζει νά μαδάει ὅπως τά παλιά τριαντάφυλλα. Ὁ μεθυσμένος ψυχανεμίζεται τό γενικό ξεθεμέλιωμα. Τόν καῖνε πολλές φωτιές. Διαρρηγνύει τά ἱμάτιά του. Διακατέχεται ἀπό τή σκοτεινή ἀνάγκη τοῦ θεατρίζεσθαι μέχρις ἐσχάτων. Νά διαγουμιστοῦν τά πάντα. Νά εἰπωθεῖ ὅτι δέν εἰπώθηκε, νά γίνει ὅτι δέν ἔγινε. Καί φυσικά τά τραύματα τοῦ παρελθόντος σέ μία τέτοια λυγμική κατάσταση ἰσοδυναμοῦν μέ ταλέντα.
Ἔστω κι ἄν ἀπό τύχη δέν ἀνοίξουν μονομιᾶς ὅλες οἱ πληγές του, ἀφουγκράζεται πνιχτά μοιρολόγια τῶν ἡμερῶν πού κλαῖνε γύρω του. Ἕνας ἄγουρος θρῆνος λύνει τούς κόμπους στό στῆθος του, σάν ξεφάντωμα πού καταλήγει σέ φονικό. Τότε, ἀπό τήν πληθωρική ἐξωτερίκευση, ὁ μεθυσμένος κλείνεται ἀπότομα στόν ἑαυτό του σάν τή φάλαινα πού βυθίζεται λαβωμένη.
Ἡ γιορτή ἀρχίζει νά σβήνει καί τά τελευταία της φῶτα. Ὅποιος ἔφαγε κάποτε μάτια ἀγελάδας, γράφει ὁ Τζόις, θά τόν κοιτάζουν κατόπιν ὅλη του τή ζωή. Ποιά εἶναι τά μάτια ποῦ δέ βασιλεύουν ποτέ στά κατάβαθά του μεθυσμένου;
Κάνοντας ἀσύνδετες σκέψεις ( ποῦ βρῆκε τό ἁλάτι της ἡ θάλασσα; πόσα σύννεφα ἔχει ὁ οὐρανός; ) ἀπό τήν ἐξημμένη δύναμη τῆς ἀρχῆς φτάνει στή γενική καταρράκωση. Κανένας μίμος δέν τόν φτάνει σέ αὐτό τό ρόλο τοῦ δυστυχισμένου. Ἀδελφός τῆς ἀσχήμιας, τοῦ κουρελιάσματος, ἀνεβαίνει σέ φράσεις καί πέφτει ἀπό ἐκεῖ ὅπως ἀπό γκρεμό. Ἕνα ἀντίο ἀπό ἕνα στόμα χωρίς στομάχι. Τά τελευταία ποτήρια τά πίνει ἀχόρταγα, ὅπως οἱ ποδοσφαιριστές τό νερό στίς παρατάσεις τῶν καλοκαιρινῶν ἀγώνων κυπέλλου.
Βγαίνει ἤ τόν βγάζουν στό δρόμο. Θά ἀρχίσει νά χτυπάει πόρτες; Νά τυραννάει τή συσκευή τοῦ Μπέλ; Νά ἀνασταίνει πρόσωπα θαμμένα κάτω ἀπό τά φύλλα τοῦ ἡμερολογίου; Καθώς ὅλες του οἱ ἡλικίες σέρνονται μεθυσμένες καί τυφλές, ἡ τελευταία του μεταμόρφωση εἶναι αὐτή: παριστάνει τήν ἐπιστροφή τοῦ χρόνου.
Κάθε γνήσιο μεθύσι καταλήγει σέ πλήρη κατάπτωση, σέ γκρέμισμα, σάν μικρός θάνατος. Γι’αὐτό ἡ ἐπιστροφή στό σπίτι –δέν ἁρμόζει νά μεθᾶμε σπίτι μας – ἀποτελεῖ πάντα μία μικρή περιπέτεια. Ἄς σεβόμαστε αὐτά τά κουφάρια πού καταφέρνουν νά βαδίζουν. Ὅποιος κι ἄν εἶναι ὁ δρόμος μας, ἐκεῖνοι εἶναι οἱ πρόδρομοι.
Ὁ μεθυσμένος δέ γυρεύει πιά τίποτα. Ἄλλη μία φορά ἔπαιξε, κέρδισε τά πάντα καί φυσικά τά ἔχασε. Εἶναι τέκνο τῆς ἀπώλειας σάν ὅλα τά ἀδέλφια του πού ἀποφεύγουν νά τό μάθουν. Θά παραδοθεῖ σέ ἕναν ὕπνο χωρίς ὄνειρα ἀδιαφορώντας γιά ἔμψυχα καί ἄψυχα. Ecce homo: μία πέτρα ἀμέθυστου, ὅπου ἕνα ἀσώματο χέρι σκαλίζει τραυλά τή μορφή τῆς μάνας του.
Ἄν ὁ μεθυσμένος ξυπνήσει, ξυπνάει πάντα σάν πλατωνική φράση: πάνυ χαλεπῶς ἔχω ὑπό τοῦ χθές πότου καί δέομαι ἀναψυχῆς τινός… Ματαίως…


Βιογραφικά στοιχεία

O Kωστής Παπαγιώργης γεννήθηκε το 1947 στο Nεοχώριο Yπάτης και έζησε στην Kάρυστο, στην Παραλία Kύμης, στο Xαλάνδρι, στη Θεσσαλονίκη και στο Παρίσι.
Έχει εκδώσει μια σειρά δοκίμια εμπνευσμένα από τον καθημερινό βίο και από έργα που αφορούν άμμεσα ή έμεσα το φρόνημα του Nεοέλληνα. Έχει μεταφράσει, επίσης, έργα Γάλλων φιλοσόφων. 

Βιβλιογραφία
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν:
Περί μνήμης, 2008
Κέντρο Δηλητηριάσεων, 2006
Τρία μουστάκια, 2006
Εμμανουήλ Ξάνθος, 2005
Τα γελαστά ζώα, 2004
Τα καπάκια, 2003
Κανέλλος Δεληγιάννης, 2001
Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση, 2000
Σύνδρομο αγοραφοβίας, 1998
Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, 1997
Λάδια ξύδια, 1996
Σωκράτης, 1995
Μυστικά της συμπάθειας, 1994
Η ομηρική μάχη, 1993
Γεια σου, Ασημάκη, 1993
Ίμερος και Κλινοπάλη, 1992
Η κόκκινη αλεπού - Οι ξυλοδαρμοί, 1992
Ζώντες και τεθνεώτες, 1991
Σιαμαία και ετεροθαλή, 1990
Ντοστογιέφσκι, 1990

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

ΚΡΑΣΙ & ΜΟΥΣΙΚΗ

Φθινόπωρο και οι εργασίες του τρύγου, μετά την ωρίμανση των σταφυλιών, για τη δημιουργία της νέας σοδειάς των κρασιών που θα μας κρατήσουν συντροφιά τα επόμενα χρόνια, άρχισαν ήδη.
Από την αρχαιότητα, κρασί και μουσική συμβαδίζουν απόλυτα και σε κάθε συμπόσιο ο Διόνυσος φρόντιζε να δημιουργήσει στους παρευρισκομένους την κατάλληλη ατμόσφαιρα που, μέσα από την οινοποσία, μοιραία συχνά, οδηγεί στον έρωτα και στο τραγούδι.
Υπάρχουν τοιχογραφίες σε αρχαίους τάφους στην Αίγυπτο που χρονολογούνται πριν από 6.000 χρόνια, με αναπαράσταση τρύγου, οινοποίησης, ακόμη και με εικόνες που παραπέμπουν σε διαφορετικές ποικιλίες σταφυλιών. Στην αρχαία Ελλάδα, ο Ομηρος μέσα από τα ποιήματά του συχνά αναφέρει το κρασί, ενώ η θρησκευτική πίστη στον θεό Διόνυσο αποτυπώνει τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι πρόγονοί μας στο κρασί. 
Ερωτας και κρασί είχαν ανέκαθεν στενή σχέση και διάφοροι συνθέτες κατά καιρούς ανέλαβαν να μεταφέρουν αυτή τη συνύπαρξη μέσα από τα τραγούδια τους, τα οποία, συχνά, γίνονταν μεγάλες επιτυχίες. 
Τα τραγούδια με αναφορά στο κρασί έχουν σημαντική παρουσία στην ελληνική μουσική και κυρίως παρουσιάστηκαν μερικά χρόνια πριν, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και αργότερα μέσα από αναφορές για την Πλάκα και τις ταβέρνες της, σαν μέρος του αθηναϊκού τραγουδιού. Σαν πιω κρασί, Πιες γλυκό κρασί (1942) του Δημήτρη Κατριβάνου, Εγώ θα κόψω το κρασί (1960) με τον Τώνη Μαρούδα, Γιατί να κόψω το κρασί - Σώτος Παναγόπουλος, Πάλι τα 'πια και Γι' αυτό γεννήθηκε η ρετσίνα - Τρίο Κιτάρα, Τι να μου κάνει το κρασί και Το τρίτο το ποτήρι του Ανδρέα Χατζηαποστόλου, Η ρετσίνα του Νίκου Χατζηαποστόλου. 
Αλλά και στη νεότερη μουσική μας παράδοση, ειδικά από τον χώρο του λαϊκού μας τραγουδιού, είχαμε επιτυχίες, όπως τα Φέρτε μια κούπα του Απόστολου Καλδάρα (1951), που τραγούδησαν ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και η Ρένα Ντάλμα, ενώ αργότερα το διασκεύασε με επιτυχία και η Πόλυ Πάνου, Με το τραγούδι με το κρασί του Νίκου Παπάζογλου (1984), Βάλε κρασί του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τη Μελίνα Κανά (1998), Λίγο κρασί, λίγη θάλασσα και τ' αγόρι μου από το φεστιβάλ της Γιουροβίζιον, με τη Μαρινέλλα (1974), Κόκκινο κρασί (1995) του Πέτρου Δουρδουμπάκη, κόκκινο ήταν και το κρασί με το οποίο ο Οδυσσέας μέθυσε τον Πολύφημο.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης συχνά τραγουδούσε για το κρασί: Πάει κι αυτός, Εξω ντέρτια και καημοί, όπως και η Χάρις Αλεξίου με τη Μάγισσα των Αντύπα - Νικολακοπούλου:
Πες μου εσύ
Να φύγω να ζήσω ή να χαθώ
Ποιο κρασί στο χώμα να στάξω
Για να κοιμηθώ.
Η Χαρούλα τραγούδησε και τα: Κρασοπίνω και Δημητρούλα μου, ενώ ο Στράτος Διονυσίου τα: Καρδιά μου πάψε να πονάς, Οταν μιλάει το κρασί (1961).

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Δημήτρη Μητροπάνου (1971) ήταν το Δώσε μου φωτιά, του Γιώργου Μανισαλή:
Δώσε μου φωτιά ν' ανάψω
Βάλε μου κρασί να πιω
Πρέπει απόψε να ξεγράψω
Ο,τι στον κόσμο αγαπώ.


Ο Ακης Πάνου ήταν επίσης ένας συνθέτης που είχε καλή σχέση με το κρασί, το τραγούδι του Δεν είσαι εσύ ερμήνευσε ο Γιώργος Μαργαρίτης.
Ο Σωκράτης Μάλαμας με το Τραγούδι του μεθυσμένου, αλλά και άλλες συνθέσεις του με ανάλογο περιεχόμενο είναι από τις καλύτερες συντροφιές των φίλων του κρασιού.

Αρκετά πλούσια είναι η δισκογραφία στο ξένο τραγούδι, με το κόκκινο κρασί να αναφέρεται από τον Sting στο τραγούδι του Children's Crusade από το άλμπουμ τού 1985 Dream Of The Blue Turtles. Στο Red Red Wine (1968) ο Neil Diamond μας αποκαλύπτει πως το κόκκινο κρασί τον βοηθάει να ξεχάσει μια χαμένη αγάπη· αρκετά χρόνια αργότερα, το 1983, οι UB40 θα το κάνουν ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.

Το Old Red Wine ήταν το ένα από τα δύο νέα τραγούδια των Who στη συλλογή με τις επιτυχίες τους που κυκλοφόρησε το 2004. Ενα άλλο μεγάλο συγκρότημα του ροκ, οι Rolling Stones τραγούδησαν το Blood Red Wine στο άλμπουμ τους Unplugged. Bottle Of Red Wine λέγεται το τραγούδι του Eric Clapton από το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ το 1970.
Το Summer Wine της Nansy Sinatra και του Lee Hazlewood έχει μία ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις των φίλων της μουσικής· άλλωστε κατά καιρούς επιστρέφει με νεότερες διασκευές.
Ιδιαίτερα αγαπημένο ήταν και το Spill The Wine του 1970, αποτέλεσμα της συνεργασίας του Eric Burdon με το συγκρότημα των War.
Εμπνευσμένο από το ποίημα Vitae Suma Brevis του άγγλου συγγραφέα Ernest Dowson (1867-1900) είναι το τραγούδι Days Of Wine And Roses, από την ομώνυμη ταινία του 1962, με την εξαιρετική μουσική του Henry Mancini.
Αρκετές αναφορές στο κρασί έχει η μεγάλη επιτυχία των Eagles Hotel California (1974), που σίγουρα θα ώθησε αρκετούς στο να δοκιμάσουν ροζ σαμπάνια με πάγο, όπως λένε στο τραγούδι τους.

Αλλα τραγούδια με αναφορά στο κρασί, σε τίτλο ή στους στίχους τους, είναι τα: Going Το California-Led Zeppelin, All Along The Watchtower-Jimi Hendrix (Bob Dylan), Elderberry Wine-Elton John, Α Steel Guitar and Α Glass Of Wine-Paul Anka, Lilac Wine-Nina Simone, Sweet Cherry Wine-Tommy James and the Shondells, Never Tear Us Apart-INXS, Grace και Xanax and Wine με τους U2, When Ι'm 64-The Beatles, Jack Straw-Grateful Dead, Killer Queen-Queen, με αναφορά στα διάσημα κρασιά Moet και Chandon, Sweet Wine-Cream, Sweet Virginia-Rolling Stones, Kisses Sweeter Than Wine-Jimmie Rodgers, Strawberry Wine-Band, Drinkin' Wine (Spo Dee Ο De)-Jerry Lee Lewis και πολλά ακόμη, που είναι λιγότερο γνωστά.

Υπάρχουν βέβαια και αρκετά γαλλικά και ιταλικά τραγούδια με αναφορές στο κρασί, όπως τα: Al Veglione-Vinicio Caposella, Champagne-Pepino Di Capri, L'Ivrogne-Jacques Brel, Un Ρο' di Vino-Andriano Celentano, Vino Vino-Renato Carosone, ενώ οι αναφορές στο κρασί δεν λείπουν και από την κλασική μουσική, όπως στο Viva Il Vino Spumeggiante του Mozart -τον ίδιο τίτλο χρησιμοποιεί και ο Pietro Mascagni στην Cavaleria Rusticana- και το Viva Viva La Bottiglia του Salieri.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012


Ψάχνω μύθους, βρίσκω γρίφους .
Φέτος ο Νοεμβριος δεν ήρθε σαν παιδί. 

Ηρθε πιο παιχνιδιάρης, δηλαδή μεγαλύτερος σε ηλικία και πιο ηττημένος - «ήττα 17 δραχμές φθηνότερη» κάγχασε,..υπάρχουν και πράγματα στα οποία ο ανταγωνισμός ρίχνει τις τιμές! 
Οι ήττες έχουν γίνει πολύ πιο φθηνές, φίλε μου..

Οι βυθισμένες σημαδούρες είναι άχρηστες, το ίδιο ενίοτε και οι κουβέντες. Τον κάλεσα στο σπίτι. Ο φετινός Νοεμβριος -ο μήνας μου- βρίσκεται ήδη στα μισά - «πού θυμήθηκε τις δραχμές» σκέφθηκα, αλλά με πρόλαβε: «Δάνειο μια βδομάδα απ' τα παιδικά μας χρόνια», δήλωσε, ..αλλά πρέπει να το ξοφλήσεις σε δραχμές... 
Τουλάχιστον πέντε-δέκα δραχμές κάθε φορά για την ευπρέπεια της ημέρας. 
Τι να πω στον μήνα μου; για μερίσματα και διαμερίσματα; για τραγούδια εγκεκριμένα απ' το κράτος; για τηλεπικοινωνίες με εμφυτευμένα κινητά και τηλεκοινωνίες; 
«Φυσάει λεφτά, μεγάλε» του κάνω αμήχανα. 
Με κοίταξε σαν πλασιέ που διαπιστώνει ότι εν τέλει δεν θα πουλήσει και γύρισε να φύγει. 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Η αγωνία του αλκοολικού, πριν τη τελική αναμέτρηση.

Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
Όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.

ο φιλος μου Ρωμυλος Αυδης γραφει.. 
Ο θάνατος είναι συνέχεια της ζωής. Νομοτέλεια αδιαπραγμάτευτη και αταξική. Κανείς δεν κατάφερε να του ξεφύγει, όσα μεγαλεία και όσο χρήμα και αν διέθετε στον μάταιο και απατηλό τούτο κόσμο. Ο Χάρος, ή κατ’ άλλους ο Θάνατος, είναι ο πλέον συνεπής δημοκράτης, γιατί αφότου ο Θεός κατάλαβε τι κουμάσια είναι τα δημιουργήματά του και τους τιμώρησε, όχι μόνο με την έξοδο από τον Παράδεισο και τις άλλες δοκιμασίες, αλλά και με αναγκαστική, οριστική ανάκληση της αδείας εργασίας και της γήινης παραμονής τους, κατά την κρίση του, τον όρισε αμετάκλητο εκτελεστή της απόφασής του. Ούτε ‘μέσον’, ούτε ‘λάδωμα’, ούτε αναβολές. Όλοι για το Χάρο είμαστε το ίδιο. Ο μοναδικός που αναστήθηκε ήταν ο Χριστός, γιατί ήταν, όπως λένε, γιος του Θεού, ενώ ο Λάζαρος, φίλος του Χριστού, αναστήθηκε, αλλά μόνο προσωρινά. 
Ο Χάρος, ή αλλιώς Αντρειόβλαχος, Τάταρης, Κλεισοσπίτης, Ψυχοκυνηγάρης στις νεότερες περιγραφές, υπήρξε ο βαρκάρης του Αχέροντα ποταμού, κάτοχος των ψυχών και κύριος του Άδη. Το πολύ σύμφωνα με την παράδοση να δώσει λίγο χρόνο στον υπό αναχώρηση, ώστε να ετοιμαστεί, αν δεν πάει από τροχαίο ή από εργατικό ατύχημα, να πάρει τις παραγγελιές για γνωστούς πεθαμένους. Μετά τη λήξη της ολιγολέπτου παρατάσεως, αρχίζει το τελευταίο ταξίδι.
Μετά τα είκοσι πέντε του και την πρώτη γνωριμία του με το διαλεκτικό υλισμό, ποτέ δεν τον απασχόλησε ‘φιλοσοφικά’ η αφεντιά του. Παρόλα αυτά, πάντοτε πριν από ένα ταξίδι στο εξωτερικό, μια περιήγηση στα μέρη όπου πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του, είναι το απαραίτητο ‘γούρι’ του. Καμιά σχέση δεν έχει πάντως με τις προλήψεις του Αλέφαντου. 
Αυτη τη φορά σειρά είχε η πλατεία του Άγιου Φίλιππα, στο Μοναστηράκι. Στιγμές απείρου ούζο-κονιακο-καταπόσεως με τον Ηλία, το Βασίλη τον Αχτύπη, τον Αντώνη , τον οινόφλυγα παλιατζή και το σκύλο του τελευταίου τον Αράπη, ο οποίος πάντα προηγείτο στην καθιερωμένη κάθε Σάββατο σουβλακοφαγία, υπό τους ήχους της λατέρνας. Η παρέα βεβαίως διευρυνόταν και με άλλους φίλους, ων ουκ έστιν αριθμός. Τέλη της δεκαετίας του ’70, το Μοναστηράκι ήταν ακόμα ένα μέρος, όπου μπορούσες να βρεις παλιά αντικείμενα κάποιας αξίας, σε σχετικά χαμηλές τιμές. Αυτοί τότε έψαχναν για δίσκους 33 στροφών, με παλιές αυθεντικές εκτελέσεις ρεμπέτικων τραγουδιών. Σήμερα όμως, μόνο θλίψη μπορεί να νοιώσει κάποιος από την κατάντια αυτών, οι οποίοι διαδέχτηκαν τους παλιούς παλαιοπώλες, οι οποίοι πολλές φορές πωλούσαν σε τιμές ‘φιλικές’. Ήξερες, ότι το υπό αγορά προϊόν άξιζε τα λεφτά του, ενώ σήμερα τα περισσότερα είναι ευτελέστατης αξίας, κι ο ένας παλιατζής κοιτάει πως να κοροϊδέψει τον άλλο.
Παράγγειλε το γνωστό μερακλίδικο καφέ, ‘ σκέτος’ είναι ο καφές του μερακλή. Άναψε κι ένα τσιγάρο και ο νους του γύρισε προς τα πίσω. Τι να πρωτοθυμηθεί……..
Καλοκαίρι του ’79, μόλις είχε γυρίσει από την Πολωνία, τριάντα Αυγούστου πρέπει να ήταν, η ζέστη είχε σκαρφαλώσει στους 42 βαθμούς Κελσίου. Ήταν παρέα με το φίλο του το Λιάκο, στους Αέρηδες, ντάλα μεσημέρι. Φάγανε τα γεμιστά, τα κεφτεδάκια, τα καλαμαράκια, ήπιανε και μισό κιβώτιο μπύρες και, σαν επιστέγασμα της μεσημβρινής, γαστρονομικής κραιπάλης, έβγαλε από το σακίδιο ένα μπουκάλι πολωνέζικη βότκα ZYTNIA, το έδωσε στον Άρη, το γκαρσόνι, να το ανοίξει και το ήπιανε σχεδόν ‘άσπρο πάτο’ από μισό με το Λιάκο….
Ο Σταύρος, συνάδελφος καθηγητής Αγγλικών κι αυτός, φοιτητής τότε, έμενε κάπου στα Θυμαράκια, πήγαν τον επισκέφτηκαν, του ευχήθηκαν για τη γιορτή του και άρχισε το γλέντι. Ο Σταύρος όμως ήρθε στο τσακίρ κέφι και άρχισε να σπάει τα πιάτα και τα ποτήρια του. Δεν άφησε τίποτα όρθιο. Φεύγοντας, επειδή η πόρτα δεν άνοιγε από τα γυαλιά, χρειάστηκε να σκουπίσουν για να ανοίξει. 
Πέρασαν οι μήνες και παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’80 κάλεσε τα παιδιά από την εφημερίδα, όπου δούλευε, να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο. Ένα τραπέζι γεμάτο διάφορα φαγητά, ένα τραπέζι διάφορα πιοτά.( Τα φαγητά είχαν παρασκευαστεί από την αείμνηστη μητέρα του Κλεοπάτρα, γι αυτό κι αυτός, όταν αποσπάστηκε στην Αίγυπτο, προτίμησε τα τσιγάρα Κλεοπάτρα έναντι άλλων. Τιμή στην αρειμανίως καπνίζουσα Πατρούλα). 
Προηγήθηκε βεβαίως η τερψιλαρύγγιος απόλαυσις και άμα τη καταναλώσει των εδεσμάτων, τινές εξ αυτών επεδόθησαν εις το χαρτοπαίγνιο, τινές εις το άθλημα της καμακώσεως θηλέων, σε ρωμαλέα πάντοτε βάση, κατά τη γνωστή ρήση του μακαρίτη Χαρίλαου και οι λοιποί εις το άδειν και χορεύειν ρεμπέτικα, καθ’ όσον είχε μία από τις 5 πληρέστερες συλλογές ρεμπέτικου τραγουδιού μετά τους Κουνάδη, Χατζηδουλή, Σχορέλη και ίσως του Φύσσα. 
Πήγε η ώρα 12, έφυγε ο παλιός χρόνος, έφτασε κι έκατσε στο θρόνο του ο νέος, όταν, πάνω σε μια αστραπιαίας εμπνεύσεως χορευτική ζεμπεκοειδή φιγούρα, αρπάζει ένα ποτήρι και το πετάει έξω από το παράθυρο στον κεντρικό δρόμο, στην Τριών Ιεραρχών. Αυτό ήταν. Επί δέκα μέρες περνούσαν τα αυτοκίνητα και άκουγες το χράτσα χρούτσα των πιάτων και ποτηριών της μετ’ ευφήμου μνείας αποβιωσάσης, μετά δεκαετία, αειμνήστου μητρός, Κλεοπάτρας.
Πέρασαν κάτι μήνες και μια Κυριακή πρωί να και σμίγει πάλι η παρέα στον Άγιο Φίλιππα , να τα ουζάκια, να τα κονιακάκια, νάτες και οι μπύρες, θυμάται ότι στο ψυγείο υπάρχουν κάτι φιλέτα, τα οποία περιμένουν εναγωνίως μερακλήδες για να ‘τιμήσουν’ δεόντως. Έφτασε λοιπόν η ώρα.
--‘ Μάγκες, πληρώνουμε και την κάνουμε για το σπίτι’. 
Παίρνουν 2 κιβώτια ρετσίνα Κουρτάκη από την ΕΒΓΑ δίπλα, φτιάχνουν τα μπον φιλέ και τρώγοντας, άδοντας, χορεύοντας, εν μεγίστη κραιπάλη διήγον, μέχρι που έφτασε η ώρα περίπου 6 το απόγευμα, οπότε τον ρωτάει ο Βασίλης 
-- ‘ Ρε συ φίλε, η τηλεόραση πως σου ξέφυγε την Πρωτοχρονιά ;’
Και η απάντηση άμεση και μεγαλοπρεπής.
-- ’ Βασίλη, παλληκάρι μου, δεν μου ξέφυγε, την άφησα για σήμερα’.
Κανείς δεν μπόρεσε να φανταστεί τη συνέχεια. Άνοιξε πρώτα την πόρτα, πήρε την τηλεόραση, την κατέβασε στο ισόγειο, στερέωσε την εξώπορτα με το χαλάκι, σήκωσε πάλι την συσκευή, ενώ οι άλλοι έβλεπαν τα δρώμενα αγωνιούντες για τη συνέχεια και βγήκε στο δρόμο τη στιγμή που ο Σταύρος, καλή του ώρα, τους είπε,
-- ’ Ρε σεις, αυτός είναι τρελός θα την πετάξει’, οι άλλοι του λένε, 
-- ‘Βάζουμε στοίχημα πως όχι ;’, αυτός περιμένει να πέσουν πρώτα τα στοιχήματα, ρίχνει μια ματιά πίσω του, όλη η κομπανία στο κατόπι, στρίβει στη Δορυλαίων και δίνοντας ύψος στη συσκευή, την άφησε να σκάσει στο έδαφος με εκκωφαντικό κρότο.

Τα όρια ανάμεσα στη διασκέδαση και τον αλκοολισμό είναι δυσδιάκριτα. Ο κανόνας αυτός έχει σπανιότατες εξαιρέσεις κι αυτός δυστυχώς δεν υπήρξε εξαίρεση. Βρισκόταν, τότε, μερικά χιλιοστά, προτού διαβεί το κατώφλι του αλκοολισμού, αλλά δεν το είχε καταλάβει. Ούτε με φώτο-φίνις δεν θα μπορούσε να το καταλάβει. Πέντε χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκε στην δυσάρεστη θέση να παραδεχτεί ότι μπροστά στο αλκοόλ αυτός ήταν ο αδύναμος κρίκος της ιστορίας και ότι αυτός και το αλκοόλ δεν μπορούσαν πλέον να συμβαδίσουν, ήταν ήδη πολύ αργά.
Είχε παραβιάσει έναν από τους πιο βασικούς κανόνες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αυτόν του ‘σεβασμού’. Υπήρξε ένας πότης ‘υπερόπτης’. Δεν σεβάστηκε τον ‘αντίπαλό’ του. Και η υπεροψία απέναντι σε τέτοιον αντίπαλο, πληρώνεται, αργά ή γρήγορα. Τώρα βλέπει τους φίλους του να πίνουν κανένα ποτάκι και τους ζηλεύει. Ξέρει καλά, πως γι’ αυτόν πλέον το ποτό είναι σαν το απαγορευμένο Μήλο του Παραδείσου. Γιατί αν ξαναπιεί τον περιμένει επονείδιστη, επώδυνη, βιαία και άμεσος ‘αποδημία’. 
Η ζωή, αν παλεύεις για να την αλλάξεις, είναι ωραία. Σαν τις περισσότερες από τις γυναίκες της ζωής του.
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι εμπλούτισαν τα βιβλία της ανθρωπότητας με αρκετές φιλοσοφικές ‘ρήσεις’. Μια απ’ αυτές ήταν και το ‘παν μέτρον άριστον’. Ουδέποτε σκέφτηκε να ψάξει για το δικό του ‘μέτρο’. Η έξοδος από το αλκοόλ είχε βαρύτατο τίμημα. Την απώλεια της ατομικής του ελευθερίας. Το κάθε πράγμα έχει το τίμημά του. Προ πάντων τα αρνητικά. 
Έχει μείνει πάντως με το παράπονο, ότι κανείς από τους φίλους του δεν του είχε κάνει κουβέντα για τα χάλια του. Μάλιστα ο Φύσσας, όταν συναντήθηκαν μια φορά στην Αθήνα έξω από το κτίριο του Ο. Τ. Ε, στην Σταδίου, ήταν τότε ένα μήνα νηφάλιος και του είπε ότι κάνει θεραπεία στο 18 Άνω, του απάντησε –‘ τι να σου πω, ρε παλιόφιλε. Όλοι νομίζαμε, ότι ήσουν εκκεντρικός’.



Σωτήριον έτος 1982. Είχε πάρει τα τελευταία λεφτά από την εκποίηση της πατρικής του περιουσίας. Σε ένα πούλμαν του Κόνσολα Τράβελ, καθ’ οδό προς Λονδίνο, γνωρίζεται με την Τζίνα, μια Εγγλέζα μιγάδα, σε στυλ Τίνα Τάρνερ. Νταλκαδιάζονται και οι δύο και κατεβαίνουν στον Άγιο Κωνσταντίνο για να επιστρέψουν στην Αθήνα. Πάνε στο ‘Σχολαρχείο’ στην Πλάκα και πλακώνονται στα κρασιά. Μετά πάνε στα μπουζούκια, σ’ ένα μαγαζί τέρμα Ιπποκράτους, για να καταλήξουν τελικά σε ένα ξενοδοχείο, για να εξερευνήσουν τις διάφορες χαράδρες, τις κοιλάδες και τα υψίπεδα των σωμάτων τους.
Οι εξερευνήσεις έλαβαν τέλος, ως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, με τη λήξη του χρηματικού εντάλματος, οπότε κατέληξαν στο Άργος, να μαζέψουν πορτοκάλια. Είκοσι μέρες αργότερα η μιγάς επέστρεψε οίκαδε, ενώ αυτός παρέμεινε στο Άργος.

Στο Άργος γνώρισε κάτι Γερμανούς, οι οποίοι είχαν ένα πούλμαν, εντός του οποίου ένα απόγευμα στο Ναύπλιο, απέναντι από το κτίριο του ΟΤΕ, έκαναν ένα ‘τσιγαριλίκι’. Όταν έφτασε η σειρά του, ένα λαμπάκι άναψε κόκκινο. Μια φωνή μέσα του είπε : ‘Βλάκα, ένα πάθος είναι αρκετό. Αν το καπνίσεις, είσαι χαμένος από χέρι’. Έδωσε το τσιγάρο στη διπλανή του, άνοιξε την πόρτα και επέστρεψε στο Άργος, στην ταβέρνα του ‘ παππού’. Βρήκε την αργείτικη ‘παρέα’ του, έφαγαν, ήπιαν, καλαμπούρισαν με τον ‘παππού’.
Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι που η Κριστίν, μια κοκκινομάλλα Αυστριακή σηκώθηκε να φύγει. Αυτός την ακολούθησε, για τις σχετικές σπονδές στη γνωστή Θεά, αλλά σκόνταψε, έπεσε κάτω και χτύπησε στο δεξί, το αμαρτωλό μάτι. Την άλλη μέρα ο Παναγής ο Καλογεράκης, τον πήγε στο Νοσοκομείο του Ναυπλίου. Τον είδε ο Βρεττός, με την γυναίκα του οποίου ήταν κάποτε στην ίδια κομματική παρέα. Είχε τέτοια χάλια, που ευτυχώς ο γιατρός δεν τον αναγνώρισε. ( Μερικές μέρες νωρίτερα δεν τον είχε αναγνωρίσει ούτε ο Κώστας ο Κάππος).
Ενώ περίμενε στο χειρουργείο για τα ράμματα, νάτην πάλι η γνωστή εσωτερική φωνή : ‘ ανόητε, αναρωτήθηκες ποιος ήσουν και τι σκατά κάνεις εδώ ; Άντε γύρνα στη μάννα σου που σε ψάχνει. Ηλίθιε.’
Δούλεψε στου Παναγή μια βδομάδα και γύρισε σπίτι του. Είχε πάρει την απόφασή του. Μόνο ένα παιδί θα τον έσωζε από το πάθος του. Έτσι βρέθηκε στην Κρήτη.

Η πρωτοκόρη του ήταν ήδη δυόμιση ετών, αλλά το πιοτό- πιοτό. Υπηρετούσε τότε στο Κλασικό Λύκειο. Ο Στερεός, του έφτιαχνε το νες-καφέ χωρίς νερό. Μόνο κονιάκ, αντί για νερό. Ένα απόγευμα εκεί που έπινε, τον είδε η κ. Λίτσα, ο καλός του Άγγελος, η οποία και τηλεφώνησε στη γυναίκα του, να την καθησυχάσει γιατί θ’ ανησυχούσε, τότε έμενε στο Ατσαλένιο, στο Ηράκλειο, του έδωσε λεφτά για τα εισιτήρια, μιας και τα δικά του λεφτά τα είχε ‘υγροποιήσει’, πήρε το λεωφορείο για να πάει, δήθεν, σπίτι. 
Κανονικά έπρεπε να ήταν στο σπίτι γύρω στις 9 και μισή, αλλά αυτός τσακώθηκε με κάτι ούζα και γύρισε στις τρεις το πρωί. Η γυναίκα του δεν τον άφησε να μπει μέσα. Αναγκάστηκε να κοιμηθεί στην ταράτσα. Τα ξημερώματα, όταν τελικά του άνοιξε, δεν τον άφησε να φιλήσει την κόρη του.
‘ Σκυλοβρωμάς, κακομίτσι μου, θα ξυπνήσεις το παιδί με τη μπόχα σου’, του είπε.
‘ Τι στο διάολο έκανα το παιδί ; για να μη μπορώ ούτε να το φιλήσω ;’ σκέφτηκε.
Πήρε την απόφαση. Διόρθωσε τα διαγωνίσματα, τα έβαλε στους φακέλους, έγραψε ένα γράμμα. ‘ Φεύγω. Στείλε, σε παρακαλώ τα διαγωνίσματα στο σχολείο. Πάω να βρω την υγειά μου. Αυτή τη φορά δεν θα το πάρω στα αστεία’. Είχε προηγηθεί, μια παρωδία αποτοξίνωσης, στα Χανιά.

‘Απαλλοτρίωσε’ προσωρινά κάτι χρήματα ξένα, τα οποία μετά κρατήθηκαν από το μισθό του, .μπήκε στο αεροπλάνο και έφτασε στην Αθήνα με 70.000 δραχμές. Το κονιάκ, η τελευταία υγρή αγάπη του, έκανε τότε 10 δρχ. το ποτήρι. Αφού περιπλανήθηκε σε όλα τα παλιά στέκια και φιλοξενήθηκε από ένα παγκάκι απέναντι από το σταθμό του Θησείου, όταν έμεινε με ένα πεντακοσάρικο πήγε στον Αντώνη, το χημικό που έφτιαχνε τα ποτά στο ‘ορθάδικο’ του ‘Καπάζογλου’, στην οδό Αθηνάς και Ευριπίδου, γωνία.
-- ‘ Αντώνη, γνωριζόμαστε χρόνια. Θέλω να μου πεις, πού κάνουν αποτοξίνωση’.
-- ‘ Για σένα ;’
-- ‘ Για μένα’, του απαντάει.
-- ‘ Στο Δαφνί’, του λέει.
Έφυγε από κει και πηγαίνοντας για τον Άγιο Φίλιππα, τηλεφωνάει στο 100, από ένα θάλαμο στο Μοναστηράκι.
-- ‘ Άκου, μωρή κουφάλα, λέγομαι έτσι, είμαι καθηγητής, έχω ένα παιδί, αλλά είμαι αλκκολικός. Έλα, ρε πούστη, να με συλλάβεις να με κλείσεις μέσα να γλυτώσω, να ξαναδώ το παιδί μου. Ο άλλος τα έχασε, δεν ήξερε τι να πει, αυτός συνέχισε να τον βρίζει άγρια, με πρόθεση να τον θίξει, ώστε ο άλλος να νευριάσει και να στείλει κάποιον να τον μαζέψουν. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν φάνηκε άνθρωπος. Ήταν μεσημέρι Σαββάτου.

Μια και δυο μπαίνει στο λεωφορείο για το Χαϊδάρι. Φτάνει στο Δαφνί, πηγαίνει
στα επείγοντα. Τον περιλαμβάνει ένας νοσοκόμος, ο οποίος του είπε, ότι δεν μπορεί να κάνει εισαγωγή, διότι πρέπει να έχει εισιτήριο, από τα εξωτερικά ιατρεία, στην οδό Ψαρών.
‘ Έλα τη Δευτέρα’, του λέει.
‘ Ρε συ, άνθρωπε, είσαι τρελός ; Είσαι σίγουρος, ότι θα ζω εγώ τη Δευτέρα ;
‘ Λυπάμαι, φίλε μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα’.
‘ Δώσε μου, ρε μαγκίτη ένα πενηντάρικο για τα ναύλα και τη Δευτέρα που θα έρθω, αν ζω, θα στα δώσω’.
Καλή του, ώρα ο Κουλούρης, έτσι λεγόταν ο νοσοκόμος, του δίνει 50 φράγκα, μπαίνει στο λεωφορείο και ξεμπαρκάρει στην Κουμουνδούρoυ, την πλέον αριστοκρατική πλατεία του υπόκοσμου. 
‘ Tώρα, τι κάνεις λεβέντη μου ;’

Κουτσά στραβά την έβγαλε με δανεικά μέχρι την Κυριακή το απόγευμα, οπότε έμεινε ρέστος. μια και δυο πάει στο σπίτι του Γεράκη, στη γέφυρα του Άτζεκα, λίγο πιο κει από τη γέφυρα στου Πουλόπουλου, την παλιά γειτονιά του. Χτυπάει το κουδούνι, ανεβαίνει επάνω, τον βλέπει ο Ηλίας, παλιός συμμαθητής και παθαίνει την πλάκα του. Για να μην τρομάξει τα παιδιά του, που τα είχε βγάλει για βόλτα η Σοφία, η γυναίκα του, του δίνει ένα πεντοχίλιαρο, με την προτροπή να κατέβει στην Κρήτη.

Αυτός τράβηξε στην πλατεία Δημαρχείου, πλακώνεται με κάτι ούζα, κάτι κρασιά, με ένα κιβώτιο μπύρες και γύρω στις μία τα ξημερώματα, τραβάει για το φιλόξενο παγκάκι, έχοντας 1.000 δραχμές στην τσέπη. Είχε πιει 4.000 δραχμές πιοτά σε πέντε ώρες. Το πρωί έκανε για πρώτη φορά στη ζωή του εμετό, αλλά απτόητος άρχισε να γυρίζει όλα τα καφενεία από Θησείο μέχρι Ομόνοια, μέσω Αιόλου, στην πλατεία Ψυρρή, για ουζάκι και στην Κεντρική Αγορά της Αθήνας για κρασιά.

Με τα πολλά φτάνει στα εξωτερικά ιατρεία στην οδό Ψαρών, μπαίνει μέσα στην μεγάλη αίθουσα υποδοχής και κάθεται. Είχε μείνει με 100 δραχμές. Από τις 5 το πρωί, όταν ξύπνησε μέχρι τις 9 και δέκα, όταν έφτασε στη Ψαρών είχε πιει 90 κονιάκ, ούζα και κρασιά.
Δέκα λεφτά αργότερα ανοίγει η πόρτα, έφυγε ένας νεαρός, βγαίνει ο Χρήστος ο Λασκαράτος, επιμελητής Α’, εφημέρευε εκείνη τη μέρα, δε ρωτάει ποιος έχει σειρά, μόνο του λέει να περάσει.
‘ Γιατί είσαι εδώ ;’ ρωτάει ο γιατρός.
‘ Δεν το βλέπεις, γιατρέ μου ; Είμαι εδώ για να με σώσεις. Είμαι ο τάδε, έχω μια κόρη που περιμένει να με ξαναδεί, είμαι καθηγητής, αλλά, όπως εύκολα μπορεί να δεις, είμαι αλκοολικός’.
Γράφει ο Λασκαράτος το εισιτήριο, του το δίνει.
’ Ελπίζω να σε δω στην κλινική’, του λέει με νόημα. Είχαν δει πολλούς τα μάτια του.

Φεύγει από τη Ψαρών, να πάει στην Κουμουνδούρου να πάρει το λεωφορείο για το Δαφνί. Είχε 100 δραχμές και το εισιτήριο έκανε 50, στο δρόμο του κοζάρει το καφενείο του Μαρούκη, μπαίνει μέσα και παραγγέλνει : --: ‘50 φράγκα κονιάκ, ρε μόρτη’..

Ήταν οι τελευταίες υγρές σταγόνες, μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι σελίδες αυτές. Το ρολόι, στον τοίχο του καφενείου έδειχνε 11 και είκοσι και στο ημερολόγιο της κλινικής του 18 ΑΝΩ πρέπει να έγραψαν ότι : ‘ Σήμερα, ημέρα Δευτέρα, 9 Ιουνίου του έτους 1986, και περί ώραν 13 και σαράντα, προσήλθε, οικεία βουλήσει, εις το 18 ΑΝΩ, ο ΤΑΔΕ, εκ Πειραιώς ορμώμενος, ίνα αποτοξινωθεί εκ του αλκοόλ και επανέλθει στις αγκάλες αυτών που πλήγωσε’. 

Ο Ζαμπέτας θα το έλεγε κάπως έτσι : ‘ Αυτή είναι η Ιστορία ενός κυρίου, που λάτρεψε το αλκοόλ, ήπιε ίσαμε 3 φορές τον Ατλαντικό Ωκεανό και 7 φορές τη Μεσόγειο θάλασσα. Ευτυχώς όμως είχε προλάβει να αγαπήσει τη ζωή περισσότερο.
Δι’ ευχών των αγίων….’

νασαι καλα φιλε