Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Την κοιτούσαμε που απομακρυνόταν, σαν να ξέχασε το φαΐ στο φούρνο. «Ευαίσθητη η φίλη σου, ε;» στράφηκα στον Ιούλιο. Ανεβοκατέβασε το κεφάλι κάμποσες φορές, ότι συμφωνούσε και με το παραπάνω, λες και γνώριζε κι άλλα μυστικά γι' αυτήν και ήρθε η ώρα να τα μαρτυρήσει.
«Ελευθερία τη λένε, τι περιμένεις;» είπε κάποια στιγμή. «Ευαίσθητο είδος· για να υπάρξει εκείνη μπορεί και να σκοτώσει». Κούνησα κι εγώ το κεφάλι πάνω κάτω. «Το βλέπεις αυτό;» άπλωσε το αριστερό του χέρι μπροστά μου. Ανεβοκατέβασα πάλι το κεφάλι. «Τι βλέπεις;» «Κάτι λείπει». «Ακριβώς, λείπει το μικρό μου δάχτυλο κι εγώ δεν γεννήθηκα κουλοχέρης, έτσι; Στο Γυμνάσιο είχα πέντε δάχτυλα από δω και πέντε από κει, το θυμάσαι;» «Θυμάμαι, που μούντζωνες τους πάντες». «Ε, τώρα μουντζώνω τα μούτρα μου. Τότε ακόμα δεν μου έλειπε κανένα δάχτυλο, μου έλειπε όμως μυαλό. Μια Πρωτοχρονιά είχαμε πάει μεγάλη παρέα στο σπίτι της Ελευθερίας. Φάγαμε, ήπιαμε, χορέψαμε και κάποια στιγμή πιάσαμε κουβέντα για τον Βαν Γκογκ». «Ετσι, στα καλά καθούμενα;» γέλασα. «Οχι, στα κακά καθούμενα», είπε σοβαρά. «Δεν ήμασταν και τόσο παλαβοί. Αλλά το κάδρο του με τη ζωγραφιά εκείνη που έχει αμπαλαρισμένο το μούτρο με πανιά επειδή έκοψε το αυτί του, κρεμόταν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Οταν άκουσαν τα κορίτσια από την Ελευθερία για ποιο λόγο το έκανε, κατασυγκινήθηκαν. Ακόμα και η ίδια η Ελευθερία, που τον είχε μέρα νύχτα μεs στο σπίτι της και τον έβλεπε συνέχεια. Εκείνη ήταν ερωτευμένη μ' αυτόν κι εγώ μ' εκείνη. Είχα καταντήσει σκλάβος μιας Ελευθερίας, το φαντάζεσαι; Δεν άντεξα άλλο, πάω στην κουζίνα, δίνω μια με το μαχαίρι στο μικρό μου δάχτυλο και ξαναγυρίζω να της το προσφέρω, για να της δείξω ότι κι άλλοι μπορούν να θυσιάσουν εξαρτήματά τους, χωρίς να είναι καλλιτέχνες, αλλά ερωτευμένοι».
Σταμάτησε απότομα και κοίταξε τα δάχτυλά του μπρος πίσω σαν να τα ξαναμετρούσε. «Και η Ελευθερία τι έκανε;» ρώτησα με αδημονία. «Εφυγε!», είπε έκπληκτος, σαν να είχε συμβεί λίγο πριν το γεγονός. «Σηκώθηκε κι έφυγε από το ίδιο της το σπίτι, καταλαβαίνεις τώρα τι εστί Ελευθερία; Αυτές ούτε με το αίμα χαμπαρίζουν ούτε με το τεμάχισμα, μόνο με τους πεθαμένους συγκινούνται». «Ισως θα 'πρεπε να της είχες προσφέρει αυτί αντί για δάχτυλο», είπα χωρίς να γελάω. «Τρελάθηκες;» με κοίταξε σοβαρός. «Αυτιά έχω μόνο δύο, δάχτυλα όμως δέκα». «Εννιά», του θύμισα. «Εντάξει, εννιά. Τότε όμως ήταν δέκα και σκέφτηκα ότι ένα δαχτυλάκι που βγάζεις από το ίδιο σου το χέρι και το προσφέρεις σ' αυτήν που αγαπάς έχει μεγαλύτερη αξία από ένα δαχτυλιδάκι που θα της φορέσεις στο χέρι το δικό της. Ετσι δεν είναι; Κάποτε όμως θα καταλάβουν...» «Τι θα καταλάβουν;» θέλησα να μάθω. «Κοίτα...», έσκυψε προς το μέρος μου. «Και τον άλλο με τ' αυτί έπρεπε να πεθάνει για να τον παραδεχτούν, όσο ζούσε τον κορόιδευαν». «Σε κοροϊδεύει κανείς;» «Ο εαυτός μου», είπε κοφτά και κοίταξε πέρα, σαν να τον έβλεπε να ξανάρχεται κατά πάνω του.
Κατά πάνω μας ήρθε η Ελευθερία κρατώντας έναν δίσκο με εδέσματα, τον απόθεσε στο τραπέζι μαζί μ' ένα άσπρο μπουκαλάκι που έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς της κι έφυγε αμίλητη, δίχως να μας κοιτάξει. Την κοίταζα όμως εγώ, ο Ιούλιος κοιτούσε ακόμα τα χέρια του. Ξαφνικά στράφηκε προς εμένα. «Ξέρεις γιατί σ' έψαχνα;» ρώτησε απότομα. «Εχω γράψει ένα βιβλίο και θέλω να το δεις». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα για ποιο λόγο βρέθηκα εδώ μέσα και τι μου μέλλει. Ηταν η ίδια ιστορία της Φρανκ-φούρτης, τότε που είχα πάει στο ελληνικό εστιατόριο να ζητήσω δουλειά κι εκείνος ο τύπος με το σημάδι στο μάγουλο μ' έστειλε στον Γερμανό ελληνιστή να με βοηθήσει στη μετάφραση του βιβλίου μου και βρεθήκαμε στα καζίνα της Ευρώπης. Εδώ μ' έστειλε ο Ιούλιος. Επρεπε να το είχα καταλάβει, γιατί και οι δύο είχαν το σημάδι τους, αυτό που δείχνει τη μοίρα, όχι τη δικιά τους, αλλά τη δικιά σου. Εκεί στάλθηκα στον Ψηλό για καλό. Εδώ, στην Ελευθερία. Για καλό ή για κακό, θα δείξει.