Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

ΚΡΑΣΙ & ΜΟΥΣΙΚΗ

Φθινόπωρο και οι εργασίες του τρύγου, μετά την ωρίμανση των σταφυλιών, για τη δημιουργία της νέας σοδειάς των κρασιών που θα μας κρατήσουν συντροφιά τα επόμενα χρόνια, άρχισαν ήδη.
Από την αρχαιότητα, κρασί και μουσική συμβαδίζουν απόλυτα και σε κάθε συμπόσιο ο Διόνυσος φρόντιζε να δημιουργήσει στους παρευρισκομένους την κατάλληλη ατμόσφαιρα που, μέσα από την οινοποσία, μοιραία συχνά, οδηγεί στον έρωτα και στο τραγούδι.
Υπάρχουν τοιχογραφίες σε αρχαίους τάφους στην Αίγυπτο που χρονολογούνται πριν από 6.000 χρόνια, με αναπαράσταση τρύγου, οινοποίησης, ακόμη και με εικόνες που παραπέμπουν σε διαφορετικές ποικιλίες σταφυλιών. Στην αρχαία Ελλάδα, ο Ομηρος μέσα από τα ποιήματά του συχνά αναφέρει το κρασί, ενώ η θρησκευτική πίστη στον θεό Διόνυσο αποτυπώνει τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι πρόγονοί μας στο κρασί. 
Ερωτας και κρασί είχαν ανέκαθεν στενή σχέση και διάφοροι συνθέτες κατά καιρούς ανέλαβαν να μεταφέρουν αυτή τη συνύπαρξη μέσα από τα τραγούδια τους, τα οποία, συχνά, γίνονταν μεγάλες επιτυχίες. 
Τα τραγούδια με αναφορά στο κρασί έχουν σημαντική παρουσία στην ελληνική μουσική και κυρίως παρουσιάστηκαν μερικά χρόνια πριν, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και αργότερα μέσα από αναφορές για την Πλάκα και τις ταβέρνες της, σαν μέρος του αθηναϊκού τραγουδιού. Σαν πιω κρασί, Πιες γλυκό κρασί (1942) του Δημήτρη Κατριβάνου, Εγώ θα κόψω το κρασί (1960) με τον Τώνη Μαρούδα, Γιατί να κόψω το κρασί - Σώτος Παναγόπουλος, Πάλι τα 'πια και Γι' αυτό γεννήθηκε η ρετσίνα - Τρίο Κιτάρα, Τι να μου κάνει το κρασί και Το τρίτο το ποτήρι του Ανδρέα Χατζηαποστόλου, Η ρετσίνα του Νίκου Χατζηαποστόλου. 
Αλλά και στη νεότερη μουσική μας παράδοση, ειδικά από τον χώρο του λαϊκού μας τραγουδιού, είχαμε επιτυχίες, όπως τα Φέρτε μια κούπα του Απόστολου Καλδάρα (1951), που τραγούδησαν ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και η Ρένα Ντάλμα, ενώ αργότερα το διασκεύασε με επιτυχία και η Πόλυ Πάνου, Με το τραγούδι με το κρασί του Νίκου Παπάζογλου (1984), Βάλε κρασί του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τη Μελίνα Κανά (1998), Λίγο κρασί, λίγη θάλασσα και τ' αγόρι μου από το φεστιβάλ της Γιουροβίζιον, με τη Μαρινέλλα (1974), Κόκκινο κρασί (1995) του Πέτρου Δουρδουμπάκη, κόκκινο ήταν και το κρασί με το οποίο ο Οδυσσέας μέθυσε τον Πολύφημο.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης συχνά τραγουδούσε για το κρασί: Πάει κι αυτός, Εξω ντέρτια και καημοί, όπως και η Χάρις Αλεξίου με τη Μάγισσα των Αντύπα - Νικολακοπούλου:
Πες μου εσύ
Να φύγω να ζήσω ή να χαθώ
Ποιο κρασί στο χώμα να στάξω
Για να κοιμηθώ.
Η Χαρούλα τραγούδησε και τα: Κρασοπίνω και Δημητρούλα μου, ενώ ο Στράτος Διονυσίου τα: Καρδιά μου πάψε να πονάς, Οταν μιλάει το κρασί (1961).

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Δημήτρη Μητροπάνου (1971) ήταν το Δώσε μου φωτιά, του Γιώργου Μανισαλή:
Δώσε μου φωτιά ν' ανάψω
Βάλε μου κρασί να πιω
Πρέπει απόψε να ξεγράψω
Ο,τι στον κόσμο αγαπώ.


Ο Ακης Πάνου ήταν επίσης ένας συνθέτης που είχε καλή σχέση με το κρασί, το τραγούδι του Δεν είσαι εσύ ερμήνευσε ο Γιώργος Μαργαρίτης.
Ο Σωκράτης Μάλαμας με το Τραγούδι του μεθυσμένου, αλλά και άλλες συνθέσεις του με ανάλογο περιεχόμενο είναι από τις καλύτερες συντροφιές των φίλων του κρασιού.

Αρκετά πλούσια είναι η δισκογραφία στο ξένο τραγούδι, με το κόκκινο κρασί να αναφέρεται από τον Sting στο τραγούδι του Children's Crusade από το άλμπουμ τού 1985 Dream Of The Blue Turtles. Στο Red Red Wine (1968) ο Neil Diamond μας αποκαλύπτει πως το κόκκινο κρασί τον βοηθάει να ξεχάσει μια χαμένη αγάπη· αρκετά χρόνια αργότερα, το 1983, οι UB40 θα το κάνουν ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.

Το Old Red Wine ήταν το ένα από τα δύο νέα τραγούδια των Who στη συλλογή με τις επιτυχίες τους που κυκλοφόρησε το 2004. Ενα άλλο μεγάλο συγκρότημα του ροκ, οι Rolling Stones τραγούδησαν το Blood Red Wine στο άλμπουμ τους Unplugged. Bottle Of Red Wine λέγεται το τραγούδι του Eric Clapton από το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ το 1970.
Το Summer Wine της Nansy Sinatra και του Lee Hazlewood έχει μία ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις των φίλων της μουσικής· άλλωστε κατά καιρούς επιστρέφει με νεότερες διασκευές.
Ιδιαίτερα αγαπημένο ήταν και το Spill The Wine του 1970, αποτέλεσμα της συνεργασίας του Eric Burdon με το συγκρότημα των War.
Εμπνευσμένο από το ποίημα Vitae Suma Brevis του άγγλου συγγραφέα Ernest Dowson (1867-1900) είναι το τραγούδι Days Of Wine And Roses, από την ομώνυμη ταινία του 1962, με την εξαιρετική μουσική του Henry Mancini.
Αρκετές αναφορές στο κρασί έχει η μεγάλη επιτυχία των Eagles Hotel California (1974), που σίγουρα θα ώθησε αρκετούς στο να δοκιμάσουν ροζ σαμπάνια με πάγο, όπως λένε στο τραγούδι τους.

Αλλα τραγούδια με αναφορά στο κρασί, σε τίτλο ή στους στίχους τους, είναι τα: Going Το California-Led Zeppelin, All Along The Watchtower-Jimi Hendrix (Bob Dylan), Elderberry Wine-Elton John, Α Steel Guitar and Α Glass Of Wine-Paul Anka, Lilac Wine-Nina Simone, Sweet Cherry Wine-Tommy James and the Shondells, Never Tear Us Apart-INXS, Grace και Xanax and Wine με τους U2, When Ι'm 64-The Beatles, Jack Straw-Grateful Dead, Killer Queen-Queen, με αναφορά στα διάσημα κρασιά Moet και Chandon, Sweet Wine-Cream, Sweet Virginia-Rolling Stones, Kisses Sweeter Than Wine-Jimmie Rodgers, Strawberry Wine-Band, Drinkin' Wine (Spo Dee Ο De)-Jerry Lee Lewis και πολλά ακόμη, που είναι λιγότερο γνωστά.

Υπάρχουν βέβαια και αρκετά γαλλικά και ιταλικά τραγούδια με αναφορές στο κρασί, όπως τα: Al Veglione-Vinicio Caposella, Champagne-Pepino Di Capri, L'Ivrogne-Jacques Brel, Un Ρο' di Vino-Andriano Celentano, Vino Vino-Renato Carosone, ενώ οι αναφορές στο κρασί δεν λείπουν και από την κλασική μουσική, όπως στο Viva Il Vino Spumeggiante του Mozart -τον ίδιο τίτλο χρησιμοποιεί και ο Pietro Mascagni στην Cavaleria Rusticana- και το Viva Viva La Bottiglia του Salieri.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012


Ψάχνω μύθους, βρίσκω γρίφους .
Φέτος ο Νοεμβριος δεν ήρθε σαν παιδί. 

Ηρθε πιο παιχνιδιάρης, δηλαδή μεγαλύτερος σε ηλικία και πιο ηττημένος - «ήττα 17 δραχμές φθηνότερη» κάγχασε,..υπάρχουν και πράγματα στα οποία ο ανταγωνισμός ρίχνει τις τιμές! 
Οι ήττες έχουν γίνει πολύ πιο φθηνές, φίλε μου..

Οι βυθισμένες σημαδούρες είναι άχρηστες, το ίδιο ενίοτε και οι κουβέντες. Τον κάλεσα στο σπίτι. Ο φετινός Νοεμβριος -ο μήνας μου- βρίσκεται ήδη στα μισά - «πού θυμήθηκε τις δραχμές» σκέφθηκα, αλλά με πρόλαβε: «Δάνειο μια βδομάδα απ' τα παιδικά μας χρόνια», δήλωσε, ..αλλά πρέπει να το ξοφλήσεις σε δραχμές... 
Τουλάχιστον πέντε-δέκα δραχμές κάθε φορά για την ευπρέπεια της ημέρας. 
Τι να πω στον μήνα μου; για μερίσματα και διαμερίσματα; για τραγούδια εγκεκριμένα απ' το κράτος; για τηλεπικοινωνίες με εμφυτευμένα κινητά και τηλεκοινωνίες; 
«Φυσάει λεφτά, μεγάλε» του κάνω αμήχανα. 
Με κοίταξε σαν πλασιέ που διαπιστώνει ότι εν τέλει δεν θα πουλήσει και γύρισε να φύγει. 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Η αγωνία του αλκοολικού, πριν τη τελική αναμέτρηση.

Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
Όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.

ο φιλος μου Ρωμυλος Αυδης γραφει.. 
Ο θάνατος είναι συνέχεια της ζωής. Νομοτέλεια αδιαπραγμάτευτη και αταξική. Κανείς δεν κατάφερε να του ξεφύγει, όσα μεγαλεία και όσο χρήμα και αν διέθετε στον μάταιο και απατηλό τούτο κόσμο. Ο Χάρος, ή κατ’ άλλους ο Θάνατος, είναι ο πλέον συνεπής δημοκράτης, γιατί αφότου ο Θεός κατάλαβε τι κουμάσια είναι τα δημιουργήματά του και τους τιμώρησε, όχι μόνο με την έξοδο από τον Παράδεισο και τις άλλες δοκιμασίες, αλλά και με αναγκαστική, οριστική ανάκληση της αδείας εργασίας και της γήινης παραμονής τους, κατά την κρίση του, τον όρισε αμετάκλητο εκτελεστή της απόφασής του. Ούτε ‘μέσον’, ούτε ‘λάδωμα’, ούτε αναβολές. Όλοι για το Χάρο είμαστε το ίδιο. Ο μοναδικός που αναστήθηκε ήταν ο Χριστός, γιατί ήταν, όπως λένε, γιος του Θεού, ενώ ο Λάζαρος, φίλος του Χριστού, αναστήθηκε, αλλά μόνο προσωρινά. 
Ο Χάρος, ή αλλιώς Αντρειόβλαχος, Τάταρης, Κλεισοσπίτης, Ψυχοκυνηγάρης στις νεότερες περιγραφές, υπήρξε ο βαρκάρης του Αχέροντα ποταμού, κάτοχος των ψυχών και κύριος του Άδη. Το πολύ σύμφωνα με την παράδοση να δώσει λίγο χρόνο στον υπό αναχώρηση, ώστε να ετοιμαστεί, αν δεν πάει από τροχαίο ή από εργατικό ατύχημα, να πάρει τις παραγγελιές για γνωστούς πεθαμένους. Μετά τη λήξη της ολιγολέπτου παρατάσεως, αρχίζει το τελευταίο ταξίδι.
Μετά τα είκοσι πέντε του και την πρώτη γνωριμία του με το διαλεκτικό υλισμό, ποτέ δεν τον απασχόλησε ‘φιλοσοφικά’ η αφεντιά του. Παρόλα αυτά, πάντοτε πριν από ένα ταξίδι στο εξωτερικό, μια περιήγηση στα μέρη όπου πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του, είναι το απαραίτητο ‘γούρι’ του. Καμιά σχέση δεν έχει πάντως με τις προλήψεις του Αλέφαντου. 
Αυτη τη φορά σειρά είχε η πλατεία του Άγιου Φίλιππα, στο Μοναστηράκι. Στιγμές απείρου ούζο-κονιακο-καταπόσεως με τον Ηλία, το Βασίλη τον Αχτύπη, τον Αντώνη , τον οινόφλυγα παλιατζή και το σκύλο του τελευταίου τον Αράπη, ο οποίος πάντα προηγείτο στην καθιερωμένη κάθε Σάββατο σουβλακοφαγία, υπό τους ήχους της λατέρνας. Η παρέα βεβαίως διευρυνόταν και με άλλους φίλους, ων ουκ έστιν αριθμός. Τέλη της δεκαετίας του ’70, το Μοναστηράκι ήταν ακόμα ένα μέρος, όπου μπορούσες να βρεις παλιά αντικείμενα κάποιας αξίας, σε σχετικά χαμηλές τιμές. Αυτοί τότε έψαχναν για δίσκους 33 στροφών, με παλιές αυθεντικές εκτελέσεις ρεμπέτικων τραγουδιών. Σήμερα όμως, μόνο θλίψη μπορεί να νοιώσει κάποιος από την κατάντια αυτών, οι οποίοι διαδέχτηκαν τους παλιούς παλαιοπώλες, οι οποίοι πολλές φορές πωλούσαν σε τιμές ‘φιλικές’. Ήξερες, ότι το υπό αγορά προϊόν άξιζε τα λεφτά του, ενώ σήμερα τα περισσότερα είναι ευτελέστατης αξίας, κι ο ένας παλιατζής κοιτάει πως να κοροϊδέψει τον άλλο.
Παράγγειλε το γνωστό μερακλίδικο καφέ, ‘ σκέτος’ είναι ο καφές του μερακλή. Άναψε κι ένα τσιγάρο και ο νους του γύρισε προς τα πίσω. Τι να πρωτοθυμηθεί……..
Καλοκαίρι του ’79, μόλις είχε γυρίσει από την Πολωνία, τριάντα Αυγούστου πρέπει να ήταν, η ζέστη είχε σκαρφαλώσει στους 42 βαθμούς Κελσίου. Ήταν παρέα με το φίλο του το Λιάκο, στους Αέρηδες, ντάλα μεσημέρι. Φάγανε τα γεμιστά, τα κεφτεδάκια, τα καλαμαράκια, ήπιανε και μισό κιβώτιο μπύρες και, σαν επιστέγασμα της μεσημβρινής, γαστρονομικής κραιπάλης, έβγαλε από το σακίδιο ένα μπουκάλι πολωνέζικη βότκα ZYTNIA, το έδωσε στον Άρη, το γκαρσόνι, να το ανοίξει και το ήπιανε σχεδόν ‘άσπρο πάτο’ από μισό με το Λιάκο….
Ο Σταύρος, συνάδελφος καθηγητής Αγγλικών κι αυτός, φοιτητής τότε, έμενε κάπου στα Θυμαράκια, πήγαν τον επισκέφτηκαν, του ευχήθηκαν για τη γιορτή του και άρχισε το γλέντι. Ο Σταύρος όμως ήρθε στο τσακίρ κέφι και άρχισε να σπάει τα πιάτα και τα ποτήρια του. Δεν άφησε τίποτα όρθιο. Φεύγοντας, επειδή η πόρτα δεν άνοιγε από τα γυαλιά, χρειάστηκε να σκουπίσουν για να ανοίξει. 
Πέρασαν οι μήνες και παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’80 κάλεσε τα παιδιά από την εφημερίδα, όπου δούλευε, να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο. Ένα τραπέζι γεμάτο διάφορα φαγητά, ένα τραπέζι διάφορα πιοτά.( Τα φαγητά είχαν παρασκευαστεί από την αείμνηστη μητέρα του Κλεοπάτρα, γι αυτό κι αυτός, όταν αποσπάστηκε στην Αίγυπτο, προτίμησε τα τσιγάρα Κλεοπάτρα έναντι άλλων. Τιμή στην αρειμανίως καπνίζουσα Πατρούλα). 
Προηγήθηκε βεβαίως η τερψιλαρύγγιος απόλαυσις και άμα τη καταναλώσει των εδεσμάτων, τινές εξ αυτών επεδόθησαν εις το χαρτοπαίγνιο, τινές εις το άθλημα της καμακώσεως θηλέων, σε ρωμαλέα πάντοτε βάση, κατά τη γνωστή ρήση του μακαρίτη Χαρίλαου και οι λοιποί εις το άδειν και χορεύειν ρεμπέτικα, καθ’ όσον είχε μία από τις 5 πληρέστερες συλλογές ρεμπέτικου τραγουδιού μετά τους Κουνάδη, Χατζηδουλή, Σχορέλη και ίσως του Φύσσα. 
Πήγε η ώρα 12, έφυγε ο παλιός χρόνος, έφτασε κι έκατσε στο θρόνο του ο νέος, όταν, πάνω σε μια αστραπιαίας εμπνεύσεως χορευτική ζεμπεκοειδή φιγούρα, αρπάζει ένα ποτήρι και το πετάει έξω από το παράθυρο στον κεντρικό δρόμο, στην Τριών Ιεραρχών. Αυτό ήταν. Επί δέκα μέρες περνούσαν τα αυτοκίνητα και άκουγες το χράτσα χρούτσα των πιάτων και ποτηριών της μετ’ ευφήμου μνείας αποβιωσάσης, μετά δεκαετία, αειμνήστου μητρός, Κλεοπάτρας.
Πέρασαν κάτι μήνες και μια Κυριακή πρωί να και σμίγει πάλι η παρέα στον Άγιο Φίλιππα , να τα ουζάκια, να τα κονιακάκια, νάτες και οι μπύρες, θυμάται ότι στο ψυγείο υπάρχουν κάτι φιλέτα, τα οποία περιμένουν εναγωνίως μερακλήδες για να ‘τιμήσουν’ δεόντως. Έφτασε λοιπόν η ώρα.
--‘ Μάγκες, πληρώνουμε και την κάνουμε για το σπίτι’. 
Παίρνουν 2 κιβώτια ρετσίνα Κουρτάκη από την ΕΒΓΑ δίπλα, φτιάχνουν τα μπον φιλέ και τρώγοντας, άδοντας, χορεύοντας, εν μεγίστη κραιπάλη διήγον, μέχρι που έφτασε η ώρα περίπου 6 το απόγευμα, οπότε τον ρωτάει ο Βασίλης 
-- ‘ Ρε συ φίλε, η τηλεόραση πως σου ξέφυγε την Πρωτοχρονιά ;’
Και η απάντηση άμεση και μεγαλοπρεπής.
-- ’ Βασίλη, παλληκάρι μου, δεν μου ξέφυγε, την άφησα για σήμερα’.
Κανείς δεν μπόρεσε να φανταστεί τη συνέχεια. Άνοιξε πρώτα την πόρτα, πήρε την τηλεόραση, την κατέβασε στο ισόγειο, στερέωσε την εξώπορτα με το χαλάκι, σήκωσε πάλι την συσκευή, ενώ οι άλλοι έβλεπαν τα δρώμενα αγωνιούντες για τη συνέχεια και βγήκε στο δρόμο τη στιγμή που ο Σταύρος, καλή του ώρα, τους είπε,
-- ’ Ρε σεις, αυτός είναι τρελός θα την πετάξει’, οι άλλοι του λένε, 
-- ‘Βάζουμε στοίχημα πως όχι ;’, αυτός περιμένει να πέσουν πρώτα τα στοιχήματα, ρίχνει μια ματιά πίσω του, όλη η κομπανία στο κατόπι, στρίβει στη Δορυλαίων και δίνοντας ύψος στη συσκευή, την άφησε να σκάσει στο έδαφος με εκκωφαντικό κρότο.

Τα όρια ανάμεσα στη διασκέδαση και τον αλκοολισμό είναι δυσδιάκριτα. Ο κανόνας αυτός έχει σπανιότατες εξαιρέσεις κι αυτός δυστυχώς δεν υπήρξε εξαίρεση. Βρισκόταν, τότε, μερικά χιλιοστά, προτού διαβεί το κατώφλι του αλκοολισμού, αλλά δεν το είχε καταλάβει. Ούτε με φώτο-φίνις δεν θα μπορούσε να το καταλάβει. Πέντε χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκε στην δυσάρεστη θέση να παραδεχτεί ότι μπροστά στο αλκοόλ αυτός ήταν ο αδύναμος κρίκος της ιστορίας και ότι αυτός και το αλκοόλ δεν μπορούσαν πλέον να συμβαδίσουν, ήταν ήδη πολύ αργά.
Είχε παραβιάσει έναν από τους πιο βασικούς κανόνες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αυτόν του ‘σεβασμού’. Υπήρξε ένας πότης ‘υπερόπτης’. Δεν σεβάστηκε τον ‘αντίπαλό’ του. Και η υπεροψία απέναντι σε τέτοιον αντίπαλο, πληρώνεται, αργά ή γρήγορα. Τώρα βλέπει τους φίλους του να πίνουν κανένα ποτάκι και τους ζηλεύει. Ξέρει καλά, πως γι’ αυτόν πλέον το ποτό είναι σαν το απαγορευμένο Μήλο του Παραδείσου. Γιατί αν ξαναπιεί τον περιμένει επονείδιστη, επώδυνη, βιαία και άμεσος ‘αποδημία’. 
Η ζωή, αν παλεύεις για να την αλλάξεις, είναι ωραία. Σαν τις περισσότερες από τις γυναίκες της ζωής του.
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι εμπλούτισαν τα βιβλία της ανθρωπότητας με αρκετές φιλοσοφικές ‘ρήσεις’. Μια απ’ αυτές ήταν και το ‘παν μέτρον άριστον’. Ουδέποτε σκέφτηκε να ψάξει για το δικό του ‘μέτρο’. Η έξοδος από το αλκοόλ είχε βαρύτατο τίμημα. Την απώλεια της ατομικής του ελευθερίας. Το κάθε πράγμα έχει το τίμημά του. Προ πάντων τα αρνητικά. 
Έχει μείνει πάντως με το παράπονο, ότι κανείς από τους φίλους του δεν του είχε κάνει κουβέντα για τα χάλια του. Μάλιστα ο Φύσσας, όταν συναντήθηκαν μια φορά στην Αθήνα έξω από το κτίριο του Ο. Τ. Ε, στην Σταδίου, ήταν τότε ένα μήνα νηφάλιος και του είπε ότι κάνει θεραπεία στο 18 Άνω, του απάντησε –‘ τι να σου πω, ρε παλιόφιλε. Όλοι νομίζαμε, ότι ήσουν εκκεντρικός’.



Σωτήριον έτος 1982. Είχε πάρει τα τελευταία λεφτά από την εκποίηση της πατρικής του περιουσίας. Σε ένα πούλμαν του Κόνσολα Τράβελ, καθ’ οδό προς Λονδίνο, γνωρίζεται με την Τζίνα, μια Εγγλέζα μιγάδα, σε στυλ Τίνα Τάρνερ. Νταλκαδιάζονται και οι δύο και κατεβαίνουν στον Άγιο Κωνσταντίνο για να επιστρέψουν στην Αθήνα. Πάνε στο ‘Σχολαρχείο’ στην Πλάκα και πλακώνονται στα κρασιά. Μετά πάνε στα μπουζούκια, σ’ ένα μαγαζί τέρμα Ιπποκράτους, για να καταλήξουν τελικά σε ένα ξενοδοχείο, για να εξερευνήσουν τις διάφορες χαράδρες, τις κοιλάδες και τα υψίπεδα των σωμάτων τους.
Οι εξερευνήσεις έλαβαν τέλος, ως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, με τη λήξη του χρηματικού εντάλματος, οπότε κατέληξαν στο Άργος, να μαζέψουν πορτοκάλια. Είκοσι μέρες αργότερα η μιγάς επέστρεψε οίκαδε, ενώ αυτός παρέμεινε στο Άργος.

Στο Άργος γνώρισε κάτι Γερμανούς, οι οποίοι είχαν ένα πούλμαν, εντός του οποίου ένα απόγευμα στο Ναύπλιο, απέναντι από το κτίριο του ΟΤΕ, έκαναν ένα ‘τσιγαριλίκι’. Όταν έφτασε η σειρά του, ένα λαμπάκι άναψε κόκκινο. Μια φωνή μέσα του είπε : ‘Βλάκα, ένα πάθος είναι αρκετό. Αν το καπνίσεις, είσαι χαμένος από χέρι’. Έδωσε το τσιγάρο στη διπλανή του, άνοιξε την πόρτα και επέστρεψε στο Άργος, στην ταβέρνα του ‘ παππού’. Βρήκε την αργείτικη ‘παρέα’ του, έφαγαν, ήπιαν, καλαμπούρισαν με τον ‘παππού’.
Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι που η Κριστίν, μια κοκκινομάλλα Αυστριακή σηκώθηκε να φύγει. Αυτός την ακολούθησε, για τις σχετικές σπονδές στη γνωστή Θεά, αλλά σκόνταψε, έπεσε κάτω και χτύπησε στο δεξί, το αμαρτωλό μάτι. Την άλλη μέρα ο Παναγής ο Καλογεράκης, τον πήγε στο Νοσοκομείο του Ναυπλίου. Τον είδε ο Βρεττός, με την γυναίκα του οποίου ήταν κάποτε στην ίδια κομματική παρέα. Είχε τέτοια χάλια, που ευτυχώς ο γιατρός δεν τον αναγνώρισε. ( Μερικές μέρες νωρίτερα δεν τον είχε αναγνωρίσει ούτε ο Κώστας ο Κάππος).
Ενώ περίμενε στο χειρουργείο για τα ράμματα, νάτην πάλι η γνωστή εσωτερική φωνή : ‘ ανόητε, αναρωτήθηκες ποιος ήσουν και τι σκατά κάνεις εδώ ; Άντε γύρνα στη μάννα σου που σε ψάχνει. Ηλίθιε.’
Δούλεψε στου Παναγή μια βδομάδα και γύρισε σπίτι του. Είχε πάρει την απόφασή του. Μόνο ένα παιδί θα τον έσωζε από το πάθος του. Έτσι βρέθηκε στην Κρήτη.

Η πρωτοκόρη του ήταν ήδη δυόμιση ετών, αλλά το πιοτό- πιοτό. Υπηρετούσε τότε στο Κλασικό Λύκειο. Ο Στερεός, του έφτιαχνε το νες-καφέ χωρίς νερό. Μόνο κονιάκ, αντί για νερό. Ένα απόγευμα εκεί που έπινε, τον είδε η κ. Λίτσα, ο καλός του Άγγελος, η οποία και τηλεφώνησε στη γυναίκα του, να την καθησυχάσει γιατί θ’ ανησυχούσε, τότε έμενε στο Ατσαλένιο, στο Ηράκλειο, του έδωσε λεφτά για τα εισιτήρια, μιας και τα δικά του λεφτά τα είχε ‘υγροποιήσει’, πήρε το λεωφορείο για να πάει, δήθεν, σπίτι. 
Κανονικά έπρεπε να ήταν στο σπίτι γύρω στις 9 και μισή, αλλά αυτός τσακώθηκε με κάτι ούζα και γύρισε στις τρεις το πρωί. Η γυναίκα του δεν τον άφησε να μπει μέσα. Αναγκάστηκε να κοιμηθεί στην ταράτσα. Τα ξημερώματα, όταν τελικά του άνοιξε, δεν τον άφησε να φιλήσει την κόρη του.
‘ Σκυλοβρωμάς, κακομίτσι μου, θα ξυπνήσεις το παιδί με τη μπόχα σου’, του είπε.
‘ Τι στο διάολο έκανα το παιδί ; για να μη μπορώ ούτε να το φιλήσω ;’ σκέφτηκε.
Πήρε την απόφαση. Διόρθωσε τα διαγωνίσματα, τα έβαλε στους φακέλους, έγραψε ένα γράμμα. ‘ Φεύγω. Στείλε, σε παρακαλώ τα διαγωνίσματα στο σχολείο. Πάω να βρω την υγειά μου. Αυτή τη φορά δεν θα το πάρω στα αστεία’. Είχε προηγηθεί, μια παρωδία αποτοξίνωσης, στα Χανιά.

‘Απαλλοτρίωσε’ προσωρινά κάτι χρήματα ξένα, τα οποία μετά κρατήθηκαν από το μισθό του, .μπήκε στο αεροπλάνο και έφτασε στην Αθήνα με 70.000 δραχμές. Το κονιάκ, η τελευταία υγρή αγάπη του, έκανε τότε 10 δρχ. το ποτήρι. Αφού περιπλανήθηκε σε όλα τα παλιά στέκια και φιλοξενήθηκε από ένα παγκάκι απέναντι από το σταθμό του Θησείου, όταν έμεινε με ένα πεντακοσάρικο πήγε στον Αντώνη, το χημικό που έφτιαχνε τα ποτά στο ‘ορθάδικο’ του ‘Καπάζογλου’, στην οδό Αθηνάς και Ευριπίδου, γωνία.
-- ‘ Αντώνη, γνωριζόμαστε χρόνια. Θέλω να μου πεις, πού κάνουν αποτοξίνωση’.
-- ‘ Για σένα ;’
-- ‘ Για μένα’, του απαντάει.
-- ‘ Στο Δαφνί’, του λέει.
Έφυγε από κει και πηγαίνοντας για τον Άγιο Φίλιππα, τηλεφωνάει στο 100, από ένα θάλαμο στο Μοναστηράκι.
-- ‘ Άκου, μωρή κουφάλα, λέγομαι έτσι, είμαι καθηγητής, έχω ένα παιδί, αλλά είμαι αλκκολικός. Έλα, ρε πούστη, να με συλλάβεις να με κλείσεις μέσα να γλυτώσω, να ξαναδώ το παιδί μου. Ο άλλος τα έχασε, δεν ήξερε τι να πει, αυτός συνέχισε να τον βρίζει άγρια, με πρόθεση να τον θίξει, ώστε ο άλλος να νευριάσει και να στείλει κάποιον να τον μαζέψουν. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν φάνηκε άνθρωπος. Ήταν μεσημέρι Σαββάτου.

Μια και δυο μπαίνει στο λεωφορείο για το Χαϊδάρι. Φτάνει στο Δαφνί, πηγαίνει
στα επείγοντα. Τον περιλαμβάνει ένας νοσοκόμος, ο οποίος του είπε, ότι δεν μπορεί να κάνει εισαγωγή, διότι πρέπει να έχει εισιτήριο, από τα εξωτερικά ιατρεία, στην οδό Ψαρών.
‘ Έλα τη Δευτέρα’, του λέει.
‘ Ρε συ, άνθρωπε, είσαι τρελός ; Είσαι σίγουρος, ότι θα ζω εγώ τη Δευτέρα ;
‘ Λυπάμαι, φίλε μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα’.
‘ Δώσε μου, ρε μαγκίτη ένα πενηντάρικο για τα ναύλα και τη Δευτέρα που θα έρθω, αν ζω, θα στα δώσω’.
Καλή του, ώρα ο Κουλούρης, έτσι λεγόταν ο νοσοκόμος, του δίνει 50 φράγκα, μπαίνει στο λεωφορείο και ξεμπαρκάρει στην Κουμουνδούρoυ, την πλέον αριστοκρατική πλατεία του υπόκοσμου. 
‘ Tώρα, τι κάνεις λεβέντη μου ;’

Κουτσά στραβά την έβγαλε με δανεικά μέχρι την Κυριακή το απόγευμα, οπότε έμεινε ρέστος. μια και δυο πάει στο σπίτι του Γεράκη, στη γέφυρα του Άτζεκα, λίγο πιο κει από τη γέφυρα στου Πουλόπουλου, την παλιά γειτονιά του. Χτυπάει το κουδούνι, ανεβαίνει επάνω, τον βλέπει ο Ηλίας, παλιός συμμαθητής και παθαίνει την πλάκα του. Για να μην τρομάξει τα παιδιά του, που τα είχε βγάλει για βόλτα η Σοφία, η γυναίκα του, του δίνει ένα πεντοχίλιαρο, με την προτροπή να κατέβει στην Κρήτη.

Αυτός τράβηξε στην πλατεία Δημαρχείου, πλακώνεται με κάτι ούζα, κάτι κρασιά, με ένα κιβώτιο μπύρες και γύρω στις μία τα ξημερώματα, τραβάει για το φιλόξενο παγκάκι, έχοντας 1.000 δραχμές στην τσέπη. Είχε πιει 4.000 δραχμές πιοτά σε πέντε ώρες. Το πρωί έκανε για πρώτη φορά στη ζωή του εμετό, αλλά απτόητος άρχισε να γυρίζει όλα τα καφενεία από Θησείο μέχρι Ομόνοια, μέσω Αιόλου, στην πλατεία Ψυρρή, για ουζάκι και στην Κεντρική Αγορά της Αθήνας για κρασιά.

Με τα πολλά φτάνει στα εξωτερικά ιατρεία στην οδό Ψαρών, μπαίνει μέσα στην μεγάλη αίθουσα υποδοχής και κάθεται. Είχε μείνει με 100 δραχμές. Από τις 5 το πρωί, όταν ξύπνησε μέχρι τις 9 και δέκα, όταν έφτασε στη Ψαρών είχε πιει 90 κονιάκ, ούζα και κρασιά.
Δέκα λεφτά αργότερα ανοίγει η πόρτα, έφυγε ένας νεαρός, βγαίνει ο Χρήστος ο Λασκαράτος, επιμελητής Α’, εφημέρευε εκείνη τη μέρα, δε ρωτάει ποιος έχει σειρά, μόνο του λέει να περάσει.
‘ Γιατί είσαι εδώ ;’ ρωτάει ο γιατρός.
‘ Δεν το βλέπεις, γιατρέ μου ; Είμαι εδώ για να με σώσεις. Είμαι ο τάδε, έχω μια κόρη που περιμένει να με ξαναδεί, είμαι καθηγητής, αλλά, όπως εύκολα μπορεί να δεις, είμαι αλκοολικός’.
Γράφει ο Λασκαράτος το εισιτήριο, του το δίνει.
’ Ελπίζω να σε δω στην κλινική’, του λέει με νόημα. Είχαν δει πολλούς τα μάτια του.

Φεύγει από τη Ψαρών, να πάει στην Κουμουνδούρου να πάρει το λεωφορείο για το Δαφνί. Είχε 100 δραχμές και το εισιτήριο έκανε 50, στο δρόμο του κοζάρει το καφενείο του Μαρούκη, μπαίνει μέσα και παραγγέλνει : --: ‘50 φράγκα κονιάκ, ρε μόρτη’..

Ήταν οι τελευταίες υγρές σταγόνες, μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι σελίδες αυτές. Το ρολόι, στον τοίχο του καφενείου έδειχνε 11 και είκοσι και στο ημερολόγιο της κλινικής του 18 ΑΝΩ πρέπει να έγραψαν ότι : ‘ Σήμερα, ημέρα Δευτέρα, 9 Ιουνίου του έτους 1986, και περί ώραν 13 και σαράντα, προσήλθε, οικεία βουλήσει, εις το 18 ΑΝΩ, ο ΤΑΔΕ, εκ Πειραιώς ορμώμενος, ίνα αποτοξινωθεί εκ του αλκοόλ και επανέλθει στις αγκάλες αυτών που πλήγωσε’. 

Ο Ζαμπέτας θα το έλεγε κάπως έτσι : ‘ Αυτή είναι η Ιστορία ενός κυρίου, που λάτρεψε το αλκοόλ, ήπιε ίσαμε 3 φορές τον Ατλαντικό Ωκεανό και 7 φορές τη Μεσόγειο θάλασσα. Ευτυχώς όμως είχε προλάβει να αγαπήσει τη ζωή περισσότερο.
Δι’ ευχών των αγίων….’

νασαι καλα φιλε




Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Τα χρόνια που έμεινα στην Κρήτη και η συνεύρεση - συμβίωση - αλληλοεξόντωση με καλλιτέχνες της ραδιοφωνικής κουλτούρας, μέθυσους, εθισμένους στην ανέμελη ζωή, φοιτηταριά, γκόμενες με μικροσκοπικά - άβολα αλλά γρήγορα σπορ αμάξια, ερωτύλους με περίεργα γούστα, ερωτευμένους σχιζοφρενείς, γατόφιλους, εξτρεμιστές κινηματίες, μπαρόβιους, καφεϊνομανείς, χασισοπότες, μποέμ ποιητές με λοιπά και κατάλοιπα ψυχικών λαβυρίνθων και πλήθος πρωταγωνιστών και κομπάρσων παραλίγο (κι όταν λέω παραλίγο εννοώ τόσο δα ήθελε) να με κάνει Κρητικό. Δεν έγινα (αν και το 'χω καημό)
 Ούτε κριτικός έγινα. Ούτε και θα γίνω. Όχι γιατί δεν το έχω ανάγκη (μπορεί και καημό) αλλά γιατί δεν το έχουν ανάγκη οι λογοτέχνες (που οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, μ' έχουν γραμμένο στα παλιά τους τα moleskine και πολύ καλά κάνουν).
Κάποιες φορές, ελάχιστες ευτυχώς (ευτυχώς γι' αυτούς), διάφοροι συγγραφείς με καλούν σε βραδιές παρουσίασης της λογοτεχνικής τους δουλειάς, να μιλήσω και να πω δυο - τρία λόγια ή και περισσότερα για τα βιβλία τους. Το κάνω με χαρά (όσο υπάρχει βότκα). Λέω σπάνια όχι αφού το μόνο που επιδιώκω είναι, καθαρά και ξάστερα, η αυτοπροβολή μου και τίποτε άλλο (ακούγοντας το τελευταίο χειροκρότημα βιώνω την παράλληλη δράση να έχω γράψει εγώ το βιβλίο κι όχι το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς. Τα έχει αυτά η βότκα!)
 Κάποιες άλλες φορές, επίσης ελάχιστες, αυτοκαλούμαι και αυτοπροσδιορίζομαι και γενικά αυτό, ως ικανός και ως μοναδικά υπέροχος να μιλήσω για κάποιο λογοτεχνικό έργο στον εαυτό μου, στο σπίτι μου, μόνος μου, στον καθρέφτη μου, χωρίς βότκα, με καφέ πρωινό. Είναι πιο σικ. Ξεφτιλίζομαι, όντας πιωμένος, τις νύχτες μπροστά σε όλους. Μην ξεφτιλίζομαι και μπροστά σε μένα. Ντροπή!

Σήμερα τελείωσα τον Διασυρμό. Το άργησα όσο μπόρεσα εφαρμόζοντας τις πρωτοποριακές, αν και όχι αποδεδειγμένα έγκυρες και σίγουρες, τακτικές ανάγνωσης...

   ... π.χ. Όταν τελείωνα την ανάγνωση ενός κεφαλαίου το ξαναδιάβαζα από το τέλος στην αρχή (.αρχή στην τέλος το από ξαναδιάβαζα το κεφαλαίου ενός ανάγνωση την τελείωνα Όταν)

Όμως, όπως ήταν φυσικό, κάποια στιγμή το βιβλίο θα τελείωνε. Αυτό ακριβώς έγινε σήμερα το πρωί (πρωί πρωί) και καλώς έγινε γιατί αυτός που κόντεψε να διασυρθεί ήμουν εγώ. Ως αναγνώστης και μόνο. Ενώ το θέμα του Διασυρμού είναι άλλο. Άλλος. Όχι εγώ.

Δυο λόγια φτάνουν (δυο λόγια ποτέ δεν φτάνουν. αυτά τα δυο λόγια θα φτάσουν για να καταλάβεις τι εννοώ με τη φράση "δυο λόγια φτάνουν").

Πως να πεις; Πως να μιλήσεις; Που να ταξιδέψεις; Πως να γευτείς, να ερωτευτείς, να κυλήσεις; Πως να ματώσεις, να οργώσεις τις πληγές σου; Που να χαθείς; Πως να καταραστείς; Πως να εξιλεωθείς; Πως να φωνάξεις, να ουρλιάξεις, να μεθύσεις; Πως να εκφραστείς, να διανοηθείς έστω και να σκεφτείς; Πως να γράψεις και πως μπορείς να διασυρθείς όταν υπάρχει ήδη ο Διασυρμός και ο Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης;

τέλος

[χειροκρότημα]

(που στο γεροδιάολο κρύψατε τη βότκα μου;)

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Γυναίκες και γάτες

Γυναίκες πονόψυχες για γάτες. Γυναίκες σαν γάτες, που μεγάλωσαν και βάρυναν, ίδιες μαδημένες γάτες, φροντίζουν γάτες αδέσποτες, αφήνοντας φαγητό και νερό στις γωνίες, κουδουνίζοντας ντενεκεδάκια με στερεά τροφή ν’ ακούσουν οι γάτες και να έρθουν. Γυναίκες έρημες, που ξεχειλίζουν από έγνοια και τρυφερότητα για τα υπόλοιπα έρημα πλάσματα. Τι πιο φυσικό; Σαν να φροντίζουν έναν άλλον εαυτό να μην κακοπάθει, να μην πεινάσει, να μην κυνηγηθεί άλλο πια, να μην λησμονηθεί περισσότερο. Αυτές οι γυναίκες βρίσκουν στις γάτες ό, τι δεν τους έδωσαν οι άλλοι άνθρωποι. Δείτε τις πως κουκουβίζουν, κυρτώνουν τη ράχη τους, κουνάνε φιλικά τα χέρια τους, φιλικά και απελπισμένα. Ίδιες γάτες, που μετά από τόσες κλωτσιές και ξεφωνητά, σα να βρήκαν ανέλπιστα ένα χάδι και λίγα ψαροκόκαλα.
Οι γάτες κατά βάθος φοβούνται και είναι επιφυλακτικές. Το ίδιο και οι γυναίκες που ξέρουν πόσο αλλοπρόσαλλα όντα είναι οι άνθρωποι, πόσο άπονα, οι άνδρες ιδίως. Ακούστε τις γυναίκες που μιλάνε στις γάτες, ακούστε και τις απαντήσεις των τελευταίων. «Νιαουρίσματα», θα πείτε ειρωνικά, ένθεν και κακείθεν. Ξεχνώντας πόσες αλήθειες μπορούν να ειπωθούν με ένα νιαούρισμα ή με ένα βλέμμα. Κυρίως με μια σιωπή. Φθάνοντας στην υπερβολή, μήπως και πω κάτι σωστό, τολμώ να υποστηρίξω πως αν μπορεί να διατυπωθεί κάποια αλήθεια, αυτό θα γίνει αποκλειστικά και μόνο μέσα από στη γλώσσα των γάτων, με νιαουρίσματα και υπαινιγμούς. Γι’ αυτό μην οικτίρετε, ούτε να κοιτάτε συγκαταβατικά αυτές τις σαραβαλιασμένες γυναίκες με τις σακούλες στα χέρια και την αγωνία στο μάτι. Αντιθέτως...
Θα έρθουν κι απόψε οι φίλες τους; Αγωνιούν, και δικαίως. Επιβίωσαν για μιαν ακόμα μέρα σ’ αυτή την αβίωτη πόλη ή μήπως τις εξολόθρευσε κάποιος υστερικός οδηγός ή η ευσυνείδητη φόλα του γείτονα; Ξέρετε αυτουνού που βρίζει και τις γυναίκες και τις γάτες κι όλο μιλάει για τη βρώμα από τα αποφάγια ή για τα καμμένα λουλούδια από τις ακαθαρσίες τους. Επειδή μπορεί για αυτές, τις τελευταίες των τρυφερών σε έναν σκληρό κόσμο, να είναι οι γάτες ο απόλυτος φίλος αλλά και για εκείνους, τους καταχθόνιους γείτονες, παραμένουν οι γάτες ο μέγιστος εχθρός. Για όλα φταίνε οι γάτες. Για τις μιζέριες της ζωής τους, για όσα δεν κατάφεραν, για την μισοσκότεινη αυλή και τον άθλιο ακάλυπτο που κατέληξαν όταν παραδέχτηκαν ηττημένοι πώς δεν υπάρχει άλλο μέρος στον κόσμο που να τους υποφέρει. Καμία άλλη στέγη που να τους αντέχει...
Σιωπή όμως τώρα. Προσέξτε πως πλησιάζουν οι γάτες με χορευτικά βήματα και υψωμένες ουρές σε χαιρετισμό προς τις φιλενάδες τους, τις ταΐστρες. Έρχονται με διακριτικότητα και ρίχνονται στο φαγητό με χάρη ισορροπώντας θαυμάσια ανάμεσα στη πείνα και στους καλούς τρόπους. Προς στιγμήν η άχαρη γωνιά λάμπει από ευτυχία, γίνεται γωνιά του παραδείσου. Οι ταΐστρες ξετρελαμένες από υπερβάλλουσα στοργή σαν μανάδες που υποδέχονται τον γιο τους από το μέτωπο, τους μιλάνε, τις κανακεύουν, τους απευθύνονται με χίλια ονόματα, τους λένε ιστορίες. Εκείνες τις ιστορίες, που θα ήθελαν να έχουν ζήσει αλλά δεν άντεξαν και που δεν τις έχουν πει σε κανέναν άλλο ποτέ. Οι γάτες ακούνε, ακούνε σοφές και αμίλητες, τρίβονται λίγο στα πόδια των σωτήρων τους, εκτελούν με υπολογισμένο αυθορμητισμό κάποια παιχνιδάκια ευαρέσκειας κι ύστερα αναχωρούν μία-μία για το σκοτεινό τους μέλλον. Χάνονται έτσι πίσω από κάγκελα κήπων ή αποχωρούν κοιτώντας ολόγυρα κι οπισθοβατώντας προς την στροφή του δρόμου. Μερικές από αυτές θα πουν κάπου αλλού τις ιστορίες που άκουσαν σαν για να ξεφορτωθούν το βάρος της ευθύνης, κάποιες άλλες θα τις γράψουν ή θα τις επενδύσουν με μουσικές, με εξαίσια νιαουρίσματα έρωτα.

Οι πιο χαρισματικές όμως θα τις χορέψουν! Πρόκειται για εκείνους τους χορούς που εκτελούν οι γάτες όταν κυνηγιούνται αναμεταξύ τους, όταν σκαρφαλώνουν κάθετα σε στύλους ή δέντρα και όταν κουτρουβαλιάζονται ενθουσιασμένες στο χορτάρι. Αυτές οι χορογραφίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά μεταφορές από τις αφηγήσεις των πονόψυχων, τρελαμένων γυναικών που τις αφήσαμε πριν λίγο μισοϊκανοποιημένες και μισοαπογοητευμένες επειδή τελείωσαν τόσο γρήγορα την αποστολή τους στην άκρη του δρόμου. Όμως οι ιστορίες τους, μπλεγμένες με άλλες ιστορίες και με άλλες κι ακόμη άλλες απ΄ όλες τις ενσυνείδητες χορεύτριες γάτες της γης, ξεδιπλώνονται τώρα σε ένα κρεσέντο κινήσεων και άρα εισβάλλουν παντού, γράφουν σκιές σε τοίχους ή μάντρες ή σπίτια ξεχασμένα στην έξοχη ή εργατικές πολυκατοικίες, ή σε εκείνο το διώροφο στη γειτονιά μου στα Ταμπούρια που το είχαν κάνει στέκι άπασες οι γάτες, οι γάτοι και τα γατάκια της περιοχής κι οι απόγονοί τους επίσης. Ξεδιπλώνονται κάθε τόσο χορευτικές οι σκιές τους λέγοντας ιστορίες. Είναι αυτές που ακούτε τις νύχτες του χειμώνα ή στις Πανσελήνους του Αυγούστου όταν στους φεγγαρόφωτους κήπους κάνουν έρωτα οι γάτες. Τις ιστορίες, δηλαδή, εκείνων των γυναικών που συνήθως οι άντρες περιφρονούν ή απαξιώνουν επειδή έχουν ήδη μιαν ηλικία. Δεν είναι πια επιθυμητές, βλέπετε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν πάψει και να υπάρχουν. Εκτός κι αν είναι μόνο η επιθυμία της νεότητας αυτό που συνδαυλίζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Ή, επειδή τις έχει μισοτρελάνει η τρέλα εκείνης της ζωής που δεν προχωράει, ούτε βγαίνει σ' ένα ξέφωτο. Τις ιστορίες που είπαν με πόνο ψυχής και με ανείπωτη θέρμη ένα βράδυ στις αδέσποτες γάτες της γωνιάς και που, πιστέψτε με, από όλες τις ιστορίες του κόσμου, έχουν το περισσότερο, το πιο ουσιαστικό ενδιαφέρον.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα συναντήσετε στο γύρισμα του δρόμου μια απ' αυτές τις πονετικές ταΐστρες, μην αποστρέψετε το βλέμμα αλλά δώστε τους εκείνο το χάδι που τόσα χρόνια τους χρωστάτε.


Υ.Γ. Είναι οι γυναίκες που δεν τις ποθούν πια σαν πηγάδια που τα σφράγισαν κι έτσι αρκούνται πια να φαντάζονται κόκκινους έρωτες μέσα από τους οξύτονους αναστεναγμούς των γάτων. Γιατί κακά τα ψέματα, το αρσενικό προσεγγίζει το θηλυκό όπως ο γεωργός το χωράφι του. Στην πράξη του έρωτα συμποσούνται σπορά, καρποφορία και θερισμός. Το θήλυ υποδέχεται, αποδέχεται, απορροφά και ανταποδίδει ανθίζοντας. Το άρρεν σκορπά, μοιράζεται σε άπειρα εγώ μέσα από την έκρηξη και τις κορυφώσεις του εγώ του. Ο οργασμός γεμίζει τη γυναίκα και αδειάζει τον άντρα. Ρωτήστε όποιον γάτο ή όποια γάτα θέλετε…

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΗΣ …ΝΕΟΠΛΟΥΤΟΥ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ


Λοιπόν η Ευμορφία, κοινώς Μόρφω, νεοπλουτιστί …Μάρφυ, γεννήθηκε στην Κοκκινιά από εργάτες γονείς, δηλαδή ο πατέρας της ήταν τορναδόρος (και κουφός από το ένα αυτί), η μαμά οικιακά και …γκρίνια, η γιαγιά Μόρφω δεν τους έκανε τη χάρη να πεθαίνει, αν και όλοι την περιμένανε να τους αδειάσει τη γωνιά στο φτωχικό δυάρι της εργατικής πολυκατοικίας. 
Η αδελφή νταραβεριζόταν με νταλικιέρηδες, όμως η νεαρή Μάρφυ, που ήταν και ομορφούλα – πανάθεμά την – τον καμάκωσε τον νεόπλουτο γαμπρό, ιδιοκτήτης πολυιατρείου, με πλαστό πτυχίο μικροβιολόγου από την Ιταλία, αλλά ποιος νοιάζεται τώρα για τέτοιες λεπτομέρειες; Το θέμα τότε ήταν να πιάσεις την καλή. Είμαστε στα τέλη της γενιάς του 1970 και η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» έχει πάρει φόρα και ποιος την πιάνει.
   Τότε χτίζονται τα χειρότερα τέρατα, καταπατώνται αιγιαλοί, μαντρώνονται παραλίες, ξεφυτρώνουν αυθαίρετα, καίγονται δάση κι εν μια νυκτί ξεφυτρώνουν πολυκατοικίες, εκεί που κάποτε ήτανε ρέματα και οι χείμμαροι κατεβάζανε φονικούς ογκόλιθους, ψόφια ζώα και κουφάρια δέντρων. 
Η Μάρφυ λοιπόν παντρεύτηκε τον άσχημο, αλλά καπάτσο, και γλυκο…πάπαρο Τάσο, που όπου εύρισκε το έχωνε το εργαλείο του, τη βρήκε μικρή αυτή να γυρνάει από το φροντιστήριο και ν’ ανησυχεί για μια ανύπαρκτη εγκυμοσύνη, την παρέσυρε στο μικροβιολογικό εργαστήρι του και την κατέστησε έγκυο, πραγματικά, όχι ανεμογκάστρι και τέτοια συναφή.  Εεεε, όταν του γέννησε και τον διάδοχο, κορώνα στο κεφάλι του την είχε, μέχρι και η μάννα του την αποδέχτηκε, πρώην λαχειοπώλις στην πλατεία Αγάμων («είχαν δει πολλά αυτής τα μάτια της») και δεν ανεχόταν μια τσούχτρα να τυλίξει τον κανακάρη της. Τελικά, όχι μόνο τον τύλιξε, όχι που βιάστηκε να του σκαρώσει και μια κόρη, έχτισαν και το αυθαίρετο στην κορυφή της Πάρνηθας, να αγναντεύει το λεκανοπέδιο και να νιώθουν ένα κόμπλεξ ανωτερότητος (αυτοί κι ο Όθωνας με την Αμαλία = ένα πράμα!).
   Βεβαίως, το πώς βρέθηκα εγώ να κάνω ιδιαίτερα στη Μόρφω, έγκυο στο δεύτερο παιδί, μπας και περάσει η ακαμάτρα στο Πανεπιστήμιο, δεν ξέρω πώς μου συνέβη. Μια αγγελία είχα βάλει στο φούρνο της γειτονιάς κι έσπασε το τηλέφωνο. Πολλά χρόνια μετά κατάλαβα ότι είχα τόση πέραση, όχι μόνο γιατί ξεστραβώνονταν οι μαθητές μου, αλλά και γιατί ήμουν ομορφούλης. 
Φυσικά και δεν έκανα εκπτώσεις, φυσικά και δεν εγκατέλειπα την επαγγελματική μου σοβαρότητα, πες όμως επειδή οι βαθμοί μετά τα ιδιαίτερα ανέβαιναν …κατακόρυφα, πες γιατί κάπου μέσα τους (ενδόμυχα, που λένε) ήλπιζαν να με …οριζοντιώσουν, κατάφερα κι επιβίωσα μεταξύ Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, θεατρικών σχολών κι άπειρων ποιημάτων, διηγημάτων, πονημάτων, που δημοσίευα αμισθί και με ψευδώνυμο σε λογοτεχνικά περιοδικά. 
Τελικά, η Μόρφω πέρασε στο Πανεπιστήμιο, καλά μη φανταστείτε τίποτα σπουδαίο, αλλά πέρασε και το πήρε και το χαρτί και το κορνίζωσε και μου χρωστούσε χάρη κι όλο κεφτεδάκια με μπούκωνε και ντολμαδάκια και τυροπιττάκια, μέχρι που έπαψα να είμαι τραβηχτικούλης κι έγινα γιοματούλης. Τότε μόνον ησύχασαν οι απανταχού θαυμάστριές μου κι εγώ βρήκα την ησυχία μου και την υγειά μου.
   Με τη Μόρφω κρατήσαμε κάποιες σχέσεις, γιατί όλο και κάποια καινούργια ερωτική περιπέτεια είχε να μου εξομολογηθεί, όλο κάποια καινούργια ιδέα για διήγημα μου έδινε και, γενικώς, την έκανα χάζι. 
Γιατί ήταν αυθεντική τσούλα, κατίνα και νεόπλουτη. Τώρα, θα μου πεις, τι ζόρι τραβάω εγώ με τις Κατίνες;  Κανένα.  Και η Παξινού Κατίνα ήταν.
   Όμως ήρθε η ώρα αυτή η τρανταχτή λυκοφιλία να τελειώσει. Κι αιτία ήταν ο σεισμός του 1999. Καλά, θα μου πείτε, μα γίνονται αυτά τα πράγματα; Ναι, γίνονται και παραγίνονται, αν και δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν συμβαίνουν μόνο σ’ εμένα.
   Λοιπόν μία μέρα πριν τον μεγάλο σεισμό, με κάλεσε στο σπίτι της να με επιπλήξει, που δεν δραστηριοποιούμαι περισσότερο στο ελεύθερο επάγγελμα του διπλωματούχου μηχανικού, να χτίσω καμιά πολυκατοικία, να σηκώσω κανένα… αυθαίρετο εν μια νυκτί, να κάνω τέλος πάντων ό,τι κάνουν όλοι οι Έλληνες. Αλλά εγώ, αντ’ αυτού, έτρεχα, ο μπατίρης, στη Σορβόννη, να εκπονώ διδακτορικά θεατρολογίας. «Και ποιος νοιάζεται γι’ όλα αυτά; Εεεε, πες μου, ποιος νοιάζεται; Κανένας δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τα πτυχία σου, για τα βιβλία σου και για τα τρανταχτά βιογραφικά σου. Άμα η τσέπη σου είναι άδεια, κανείς δεν σε λογαριάζει. Τ’ ακούς; Κατάλαβες ή τζάμπα χάνω το σάλιο μου; Με εννόησες ή αλλού …τυρβάζεις;» επέμενε η αυτόκλητη …προστάτις μου.
   Όμως, τι το ήθελα εγώ και δεν το έραβα το ρημάδι μου; Γιατί δεν σώπαινα; Γιατί κάθε φορά που βγαίνω από τα ρούχα μου και αντιδρώ, γίνεται χαλασμός κόσμου; Αφού μια ψυχαναλύτρια, η συχωρεμένη, σκατά στα μούτρα της δηλαδή, γιατί ήταν πολύ κακιασμένη η παραδόπιστη, μου το είχε πει: «Παιδί μου, εσύ με μια φράση σου μπορείς να σκοτώσεις βίσωνα». Τώρα, πού τους είχε δει τους βίσωνες, αυτή, η κυράτσα, θα σας γελάσω. Αν και ήταν τόσο αρχαία, που μπορεί κάπου κάποτε να τους είχε τρακάρει και τους βίσωνες, τι να σας πω; 
Πάντως, εγώ, πιστός στο απύλωτο το στόμα μου, αφού τα τσούγκρισα με την ψυχαναλύτρια, έκανα και τη Μόρφω θανάσιμη εχθρά μου, με μία και μόνη φράση (καλά, αυτό είναι ταλέντο, δεν παίζομαι ο άνθρωπος). 
Της είπα, δηλαδή: «Μα Μόρφω μου, συγγνώμη, Μάρφυ μου, τα σπίτια και οι πολυκατοικίες πέφτουν. Ένας γερός σεισμός να κάνει και πάρ’ το κάτω το αυθαιρετάκι». Τι ήθελα και το άνοιγα το στόμα μου; Γιατί δεν μπούκωνα άλλο ένα κεφτεδάκι, να γίνω τώφαλος, να πεθάνω από εμβολή και να γλιτώσω από το ανθρώπινο είδος και την πλέον τυπική εκπρόσωπό του, τη Μάρφυ; «Α, πού να χαθείς και να μου χάνεσαι, γρουσούζη!» κι έφτυνε τον κόρφο της και ξαναέφτυνε τον κόρφο της. Όμως αυτό δεν εμπόδισε καθόλου μα καθόλου τον σεισμό να της κατεδαφίσει το παλατάκι της και να βρεθεί η άμοιρη σε τσίγκινο υπόστεγο να το φυσάει και να μην κρυώνει. 
Τι να της κάνω εγώ που είχε πέσει σ’ εργολάβο του ιδίου φυράματος με τον απατεώνα σύζυγό της και είχε πάρει κι αυτός το πτυχίο του πολιτικού μηχανικού από ιταλικό πανεπιστήμιο, λαδώνοντας ποιος ξέρει ποια μαφία, ποια καμόρα, ποια κόζα νόστρα, τέλος πάντων; Και δεν τα ξέρω πώς τα λένε αυτά τα πράγματα. Εγώ πάντως πήγα να της κάνω επίσκεψη στο μπεντεστένι (μπεζεσταίνει το έλεγε η άμοιρος Ευμορφία), αλλά μου πέταξε τα σοκολατάκια στη μούρη κι όπου φύγει-φύγει εγώ. Άσε που από τότε μου έμεινε το παρατσούκλι ποιητής Εγκέλαδος κι ό,τι κι αν έκανα να φύγει από πάνω μου, να το ξεφορτωθώ τέλος πάντων, απέβη μάταιο κι όλες οι προσπάθειές μου άκαρπες. 
Μα εγώ προκάλεσα τον σεισμό; Ποιος είμαι; Ο Εγκέλαδος; Εγώ μια κουβέντα είπα. «Κι ο θεός με έναν λόγο του δημιούργησε τον κόσμο», μου αντέτεινε η σεισμοπαθής Μόρφω, που τελούσε σε πλήρη σύγχυση, παραληρούσε και με την ευκαιρία της βγήκε κι εκείνη η παλιά διπολική διαταραχή κι η ηβηφρενική σχιζοφρένεια που είχε κληρονομήσει από την γιαγιά την Ευμορφία – γι’ αυτό δεν πέθαινε, η ακατάβλητη… Εν τέλει, το καινούργιο παρατσούκλι με βόλεψε. Γιατί σε μια χώρα που δεν εκτιμούν την ευγένεια και τους καλούς τρόπους, το να σε φοβούνται οι δεισιδαίμονες είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Και ποιος δεν είναι δεισιδαίμων, άλλωστε; Μέχρι και μια καθηγήτρια λατινικών που είχα στο πανεπιστήμιο ειδικεύεται στην ερμηνεία του καφέ.      Μάλιστα. Γι’ αυτό να προσέχετε, αναγνώστες μου. Να μου φέρνετε καλούδια, κατά προτίμησιν κεφτεδάκια και να μην με πειράζετε. Γιατί μπορεί να θυμώσω – τι λέω; να οργιστώ πραγματικώς – να μεταμορφωθώ σε Εγκέλαδο και να σας το ρημάξω το κονάκι σας. Συνεννοηθήκαμε; Θα επανέλθω δριμύτερος, αφού τσακίσω άλλο ένα χαμομήλι. Το τρίτο της ημέρας. Αυτό λες να μου φέρνει υπερένταση και γράφω συνέχεια; Ποιος ξέρει; Κανένας γιατρός, βρε παιδιά; Από τους πραγματικούς όμως. Όχι από τους μαϊμούδες. Ααααα, ήρθε ο Σωτήρης Παστάκας, χαμογελαστός, με τον ζουρλομανδύα, έτοιμος να μου τον φορέσει κολάρο. Όμως ατύχησε, έφερε το small, ενώ εγώ από τα κεφτεδάκια έχω γίνει σούπερ-ντούπερ έξτρα λαρζζζζζζζ.
   Τη γλίτωσα κι απόψε. Εεεε, μέχρι αύριο έχει ο θεός. Όλα καλά, αγαπητοί μου. Θα τα ξαναπούμε. Σταθερός στο εβδομαδιαίο ραντεβού μου, θα σας βομβαρδίζω με …. (μην το πείτε! Καταπιείτε! Έτσι μπράβο! Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην λες. Γιατί όταν κατηγορείς τον άλλον, κατηγορείς τον καθρέφτη σου. Κι ανακαλύπτουμε στους άλλους τα δικά μας ελαττώματα που μας εξοργίζουν. Φτου κακά!). Τέλος και τω θεώ δόξα. Έπεται συνέχεια, δυστυχώς. Αλλά, κρίση είναι – πού θα πάει; – θα περάσει. Και δεν ομιλώ βεβαίως για την οικονομική κρίση. Σιγά το θέμα. Εδώ όλη η Ελλάδα μια ζωή, στην ιστορία, πάντα, κάθε εποχή, σε κρίση ήτανε. Μην τρελαθούμε τελείως τώρα. Σιγά τα λάχανα. 
Ας είναι καλά οι φραγκοσυκιές. Καιρός να τις μαδήσουμε, που γέρνουν από το φορτίο. Φραγκόσυκα ομελέττα, φραγκόσυκο ριζότο, φραγκόσυκα με φακές και ούτω καθεξής. Αμ πώς;

Κωνσταντίνος Μπούρας

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012


Καλοκαίρι κι αυτό! 
Η ζέστη εξοντωτική, να σ’ αποδιώχνει αντί να σε θερμαίνει. 
Στην επιφάνεια της καλοπέρασης, ένα ασήκωτο, αποπνικτικό σύννεφο υγρασίας. 
Κάθε βράδυ φαγητό. Κάθε βράδυ ίδιες κουβέντες, που ούτε μία από αυτές δεν κατάφερα να θυμηθώ το άλλο πρωί. 
Μόνο την κατάληξή τους, το κατευόδιο: «Θα τα ξαναπούμε αύριο».

Αυτό ήταν, και είναι, το πιο τρομακτικό απ’ όλα. 
Το «θα τα ξαναπούμε αύριο», γνωρίζοντας ότι και αυτό που θα ξαναπείς, το ξανάπες και χθες, ολόιδιο, αυτούσιο. 

Κι όμως, συνέχισα να ζω τις μέρες μου ελπίζοντας να συναντήσω κάπου μια μορφή που να έχει έκφραση, και που θα κάνει και μένανε να εκφραστώ. Καθ’ οδόν, απαντούσα συνεχώς στην ίδια βλακώδη ερώτηση, «μα, δεν βρήκες τίποτα ακόμα;». Απαντούσα με μιαν αμηχανία που δεν ήξερα, αλλά και δεν με ενδιέφερε κιόλας, πως θα εκληφθεί. 
Διότι δεν είναι εύκολο να εξηγείς σε πολλούς ότι αυτό που γυρεύεις είναι «πηγή», και όχι «εμφιάλωση». 
Έμπνευση, και όχι τακτοποίηση.

Μέσα σ’ όλα, ήρθαν και οι απελπιστικά καθυστερημένες «ωδίνες του γονιού». 
Αυτές που συχνά συνοδεύονται από αφόρητες τύψεις, που με τη σειρά τους φέρνουν πόνο αβάσταχτο. 
Που πήγα λάθος; Τι μπορούσα να κάνω διαφορετικά; Σε ποιο σημείο του δρόμου έχασα την κατεύθυνση; Μπορώ να γυρίσω πίσω;

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

 του ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ 

" Ηπειρος Θάσος "
 Οταν κάποτε ρώτησα τον Γιώργο Χειμωνά, τι εννοεί, σ' ένα αφήγημά του, με την «ήπειρο Θάσο», μου απάντησε: «Οταν ήμουν τριών χρονώ, στην Καβάλα, όπου γεννήθηκα, κι έβλεπα απέναντι το νησί με τις κορυφογραμμές του, μου φαινόταν σαν ήπειρος, μεγάλο σαν την... Αυστραλία». 
Στην «ήπειρο Θάσο» λοιπόν, φέτος το καλοκαίρι. Στο νησί των Σειρήνων, κατά τον Ομηρο: «Ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα / το πλοίο κράτει κι έλα εδώ, ν' ακούσεις τη φωνή μας/κανείς δεν πέρασε, κανείς, εδώθε με καράβι/χωρίς το γλυκολάλητο τραγούδι μας ν' ακούσει...» 
Κι ο Οδυσσέας, «αφού βούλωσε με κερί τα αυτιά των ναυτών του τούς διέταξε να τον δέσουν με γερά σκοινιά στο κατάρτι. Κι όταν θα τους καλούσε να τον λύσουν, αυτοί θα έπρεπε να τον σφίγγουν περισσότερο για να μην τον παρασύρει στο νησί το μαγικό τραγούδι των Σειρήνων και δεν μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα του...» γράφει ο Πέτρος Ι. Αξιώτης στο βιβλίο του «Η Θάσος» (έκδοση 1953). 
Κι ενώ οι αρχαίες Σειρήνες ήταν πουλιά με κεφαλή γυναίκας και γεωγραφικά τοποθετούνται στον πορθμό της Μεσσήνης, της Σικελίας, νεότερες έρευνες, μετά τις ανασκαφές στην Αλυκή της Θάσου, τείνουν να αποδείξουν ότι το μέρος όπου «δαιμονίστηκε» ο Οδυσσέας ήταν η Αστρίς, προέκταση της Αλυκής, κι ο πειρασμός Σειρήνες δεν ήταν οι γλυκόλαλες Θάσιες κόρες, αλλά το καταπράσινο του νησιού, το πρώτο που συναντούσε ο «πολυμήχανος» μετά την κατάξερη Ιθάκη, όπου ούτε θάμνος δεν φυτρώνει. 


Εξάλλου και το όνομα του νησιού ανήκει στη μυθολογία. Θάσος λεγόταν ο ένας εκ των αδελφών της Ευρώπης (ο άλλος ήταν ο Κάδμος) που όταν η μάνα τους, η Τηλεφάεσσα, τους πρόσταξε να «ξαμοληθούν» από τις ακτές της Φοινίκης προς ανεύρεσιν της απαχθείσης αδελφής τους από τον μεταμορφωμένο σε ταύρο Δία, φτάνοντας στο νησί αποφάσισε να ιδρύσει αποικία χαρίζοντας και το όνομά του. 
- Τελικά βρήκε την αδελφή του; ρωτούν οι ξένοι, κυρίως οι Γερμανοί. 
«Την βρήκε μετά τρεις χιλιάδες χρόνια. Και ξέρετε πού; Στην πατρίδα σας. Στη Φρανκφούρτη. Στην Bundesbank. (Την κεντρική τράπεζα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βοήθησε βέβαια κι ο δικός μας αντιπρόεδρός της Παπαδήμος)». 
- Και; 

«Μέσα από τα αναπτυξιακά προγράμματα της Ε.Ε. δόθηκαν περίπου 400.000 ευρώ για τις μελέτες του ΙΓΜΕ ώστε να γίνει το Μεταλλευτικό Πάρκο στην ευρύτερη περιοχή των μεταλλείων στα Λιμενάρια, (κάτι ανάλογο που έγινε και στις Συρακούσες της Σικελίας και στο δικό μας Λαύριο), στις λεγόμενες "Βούβες" (που 'βγαζαν τσίγκο, μόλυβδο, καλαμίνα κ.ά. μεταλλεύματα) και όπου ανήκει το Παλατάκι (ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα που κινδυνεύει), οι Αποθήκες, σημερινό κέντρο εκδηλώσεων, χάρη στον πολιτιστικό σύλλογο Λιμεναρίων "Το κάστρο", και η παραλία των Μεταλλείων, όπου ο Καζαντζάκης σκεφτόταν να τοποθετήσει τον "Ζορμπά" του, αν, λόγω μεγαλύτερης συγγένειας με τη γενέτειρά του Κρήτη, δεν επέλεγε τελικά τη Μάνη». 

- Και πως προέκυψαν τα μεταλλεία; 
«Η νήσος Θάσος, από αρχαιοτάτων χρόνων, πριν την αποικήσουν οι Παριανοί, ήταν γνωστή για τρία πράγματα: το κρασί της, που το εξυμνεί ο Ομηρος, τα λευκά μάρμαρά της, που σήμερα τα αγοράζουν κυρίως οι Σαουδάραβες και επενδύουν με αυτά τα παλάτια τους για θερμομόνωση. Είναι γνωστό ότι ο Θάσιος γλύπτης της αρχαιότητας Πολύγνωτος είχε δουλέψει στον Παρθενώνα με θάσιο μάρμαρο, με επίγονο στον 20ό αιώνα τον άλλο Πολύγνωτο (Βαγή) του οποίου γλυπτά κοσμούν το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και πάμπολλα άλλα μουσεία, και ιδιωτικές συλλογές. Τα εναπομείναντα έργα του -πέθανε το 1965-, μετά από πολλές περιπέτειες, σήμερα στεγάζονται στο Μουσείο Πολύγνωτου Βαγή στην Ποταμιά της γενέτειράς του. 

Τρίτο προϊόν του νησιού, πλην του ελαιολάδου και του μελιού, υπήρξε από την αρχαιότητα ο ορυκτός πλούτος, συγγενικός του γειτονικού όρους Παγγαίου. 

Αυτά ανακάλυψε ο Γερμανός επιχειρηματίας στις αρχές του 20ού αιώνα Fr. Speidel, πρώην υπάλληλος της «Κρουπ», κι αυτά εκμεταλλεύτηκε για πάνω από πενήντα χρόνια, δίνοντας ζωής στη σκάλα του Κάστρου (το άσημο Χαμηδιέ επί τουρκοκρατίας, τα σημερινά δηλαδή ανθούντα Λιμενάρια). Ωσπου είτε τα κοιτάσματα που εξαντλήθηκαν είτε η ανάπηρη πλέον Γερμανία μετά τον πόλεμο, συνετέλεσαν ώστε να κλείσουν αρχές του '50 και με την κρίση του καπνού στα καπνομάγαζα της Καβάλας, η μισή Θάσος μετανάστευσε αρχές του 1960 στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές. 

- Και η μελέτη του ΙΓΜΕ για το Μεταλλευτικό Πάρκο τι απέγινε; 

«Βρίσκεται στα συρτάρια του ΥΠΕΧΩΔΕ. Αλλά επειδή η Θάσος όπως και η Σαμοθράκη δεν ανήκουν στο υπουργείο Αιγαίου, αλλά στις αντίστοιχες Νομαρχίες τους (Καβάλας και Αλεξανδρούπολης) δεν υπάρχει αρμόδιος καθ' ύλην υπουργός για να "ωθήσει" το ζήτημα στον κ. Σουφλιά. Ελπίζουμε ο ίδιος, αυτοβούλως, να κινηθεί για την υλοποίησή του». 

- Τίποτ' άλλο δεν παράγει το νησί; 

«Παράγει... αντίσταση. Από τον οπλαρχηγό Χατζηγιώργη του 1821 έως τον εμφύλιο, όπου 6 αντάρτες όλοι κι όλοι που είχαν προωθηθεί στα μετόπισθεν του "εχθρού" απασχόλησαν τέσσερα τάγματα του "μοναρχοφαστικού στρατού" για δύο ολόκληρα χρόνια (1949-1950). Ηταν όλοι από το Θεολόγο. Την πρώτη πρωτεύουσα του νησιού και σημερινή ιστορική έδρα του. Ολα αυτά περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στο βιβλίο "Δοκιμασία - το δεύτερο αντάρτικο στη Θάσο", που μπορείτε να το προμηθευτείτε από την 15ήμερη εφημερίδα "Θασίων Γη" - εκδόσεις "Νιραγός"». 

Τηλ. - φαξ: 25930-52177 κιν. 6977946257 begin_of_the_skype_highlighting            6977946257      end_of_the_skype_highlighting

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.


Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ  
Ημερομηνία: 1949    
Η πρώτη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι. 
Η διάλεξη δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης. 
Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται ολόκληρη.


EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)
Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.
Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά. 


Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία. 
Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;
Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.
Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).
Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.
Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.
Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.
Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.
Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.
Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες. 
Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες. 
Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. 
Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του. 
Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.
Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.
Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια. 
Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;» 
Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν. 
Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.
Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).
Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java. 
Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.
Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα. 
Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.
Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.
Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.


Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)
Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).
Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).
Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι) 
Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».
Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.
Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.
Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.
Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.
Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.
Έτσι κι εμείς. 

Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.

Μάνος Χατζιδάκις 
(Το κείμενο της διάλεξης βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαίδου)