Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Η αγωνία του αλκοολικού, πριν τη τελική αναμέτρηση.

Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
Όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.

ο φιλος μου Ρωμυλος Αυδης γραφει.. 
Ο θάνατος είναι συνέχεια της ζωής. Νομοτέλεια αδιαπραγμάτευτη και αταξική. Κανείς δεν κατάφερε να του ξεφύγει, όσα μεγαλεία και όσο χρήμα και αν διέθετε στον μάταιο και απατηλό τούτο κόσμο. Ο Χάρος, ή κατ’ άλλους ο Θάνατος, είναι ο πλέον συνεπής δημοκράτης, γιατί αφότου ο Θεός κατάλαβε τι κουμάσια είναι τα δημιουργήματά του και τους τιμώρησε, όχι μόνο με την έξοδο από τον Παράδεισο και τις άλλες δοκιμασίες, αλλά και με αναγκαστική, οριστική ανάκληση της αδείας εργασίας και της γήινης παραμονής τους, κατά την κρίση του, τον όρισε αμετάκλητο εκτελεστή της απόφασής του. Ούτε ‘μέσον’, ούτε ‘λάδωμα’, ούτε αναβολές. Όλοι για το Χάρο είμαστε το ίδιο. Ο μοναδικός που αναστήθηκε ήταν ο Χριστός, γιατί ήταν, όπως λένε, γιος του Θεού, ενώ ο Λάζαρος, φίλος του Χριστού, αναστήθηκε, αλλά μόνο προσωρινά. 
Ο Χάρος, ή αλλιώς Αντρειόβλαχος, Τάταρης, Κλεισοσπίτης, Ψυχοκυνηγάρης στις νεότερες περιγραφές, υπήρξε ο βαρκάρης του Αχέροντα ποταμού, κάτοχος των ψυχών και κύριος του Άδη. Το πολύ σύμφωνα με την παράδοση να δώσει λίγο χρόνο στον υπό αναχώρηση, ώστε να ετοιμαστεί, αν δεν πάει από τροχαίο ή από εργατικό ατύχημα, να πάρει τις παραγγελιές για γνωστούς πεθαμένους. Μετά τη λήξη της ολιγολέπτου παρατάσεως, αρχίζει το τελευταίο ταξίδι.
Μετά τα είκοσι πέντε του και την πρώτη γνωριμία του με το διαλεκτικό υλισμό, ποτέ δεν τον απασχόλησε ‘φιλοσοφικά’ η αφεντιά του. Παρόλα αυτά, πάντοτε πριν από ένα ταξίδι στο εξωτερικό, μια περιήγηση στα μέρη όπου πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του, είναι το απαραίτητο ‘γούρι’ του. Καμιά σχέση δεν έχει πάντως με τις προλήψεις του Αλέφαντου. 
Αυτη τη φορά σειρά είχε η πλατεία του Άγιου Φίλιππα, στο Μοναστηράκι. Στιγμές απείρου ούζο-κονιακο-καταπόσεως με τον Ηλία, το Βασίλη τον Αχτύπη, τον Αντώνη , τον οινόφλυγα παλιατζή και το σκύλο του τελευταίου τον Αράπη, ο οποίος πάντα προηγείτο στην καθιερωμένη κάθε Σάββατο σουβλακοφαγία, υπό τους ήχους της λατέρνας. Η παρέα βεβαίως διευρυνόταν και με άλλους φίλους, ων ουκ έστιν αριθμός. Τέλη της δεκαετίας του ’70, το Μοναστηράκι ήταν ακόμα ένα μέρος, όπου μπορούσες να βρεις παλιά αντικείμενα κάποιας αξίας, σε σχετικά χαμηλές τιμές. Αυτοί τότε έψαχναν για δίσκους 33 στροφών, με παλιές αυθεντικές εκτελέσεις ρεμπέτικων τραγουδιών. Σήμερα όμως, μόνο θλίψη μπορεί να νοιώσει κάποιος από την κατάντια αυτών, οι οποίοι διαδέχτηκαν τους παλιούς παλαιοπώλες, οι οποίοι πολλές φορές πωλούσαν σε τιμές ‘φιλικές’. Ήξερες, ότι το υπό αγορά προϊόν άξιζε τα λεφτά του, ενώ σήμερα τα περισσότερα είναι ευτελέστατης αξίας, κι ο ένας παλιατζής κοιτάει πως να κοροϊδέψει τον άλλο.
Παράγγειλε το γνωστό μερακλίδικο καφέ, ‘ σκέτος’ είναι ο καφές του μερακλή. Άναψε κι ένα τσιγάρο και ο νους του γύρισε προς τα πίσω. Τι να πρωτοθυμηθεί……..
Καλοκαίρι του ’79, μόλις είχε γυρίσει από την Πολωνία, τριάντα Αυγούστου πρέπει να ήταν, η ζέστη είχε σκαρφαλώσει στους 42 βαθμούς Κελσίου. Ήταν παρέα με το φίλο του το Λιάκο, στους Αέρηδες, ντάλα μεσημέρι. Φάγανε τα γεμιστά, τα κεφτεδάκια, τα καλαμαράκια, ήπιανε και μισό κιβώτιο μπύρες και, σαν επιστέγασμα της μεσημβρινής, γαστρονομικής κραιπάλης, έβγαλε από το σακίδιο ένα μπουκάλι πολωνέζικη βότκα ZYTNIA, το έδωσε στον Άρη, το γκαρσόνι, να το ανοίξει και το ήπιανε σχεδόν ‘άσπρο πάτο’ από μισό με το Λιάκο….
Ο Σταύρος, συνάδελφος καθηγητής Αγγλικών κι αυτός, φοιτητής τότε, έμενε κάπου στα Θυμαράκια, πήγαν τον επισκέφτηκαν, του ευχήθηκαν για τη γιορτή του και άρχισε το γλέντι. Ο Σταύρος όμως ήρθε στο τσακίρ κέφι και άρχισε να σπάει τα πιάτα και τα ποτήρια του. Δεν άφησε τίποτα όρθιο. Φεύγοντας, επειδή η πόρτα δεν άνοιγε από τα γυαλιά, χρειάστηκε να σκουπίσουν για να ανοίξει. 
Πέρασαν οι μήνες και παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’80 κάλεσε τα παιδιά από την εφημερίδα, όπου δούλευε, να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο. Ένα τραπέζι γεμάτο διάφορα φαγητά, ένα τραπέζι διάφορα πιοτά.( Τα φαγητά είχαν παρασκευαστεί από την αείμνηστη μητέρα του Κλεοπάτρα, γι αυτό κι αυτός, όταν αποσπάστηκε στην Αίγυπτο, προτίμησε τα τσιγάρα Κλεοπάτρα έναντι άλλων. Τιμή στην αρειμανίως καπνίζουσα Πατρούλα). 
Προηγήθηκε βεβαίως η τερψιλαρύγγιος απόλαυσις και άμα τη καταναλώσει των εδεσμάτων, τινές εξ αυτών επεδόθησαν εις το χαρτοπαίγνιο, τινές εις το άθλημα της καμακώσεως θηλέων, σε ρωμαλέα πάντοτε βάση, κατά τη γνωστή ρήση του μακαρίτη Χαρίλαου και οι λοιποί εις το άδειν και χορεύειν ρεμπέτικα, καθ’ όσον είχε μία από τις 5 πληρέστερες συλλογές ρεμπέτικου τραγουδιού μετά τους Κουνάδη, Χατζηδουλή, Σχορέλη και ίσως του Φύσσα. 
Πήγε η ώρα 12, έφυγε ο παλιός χρόνος, έφτασε κι έκατσε στο θρόνο του ο νέος, όταν, πάνω σε μια αστραπιαίας εμπνεύσεως χορευτική ζεμπεκοειδή φιγούρα, αρπάζει ένα ποτήρι και το πετάει έξω από το παράθυρο στον κεντρικό δρόμο, στην Τριών Ιεραρχών. Αυτό ήταν. Επί δέκα μέρες περνούσαν τα αυτοκίνητα και άκουγες το χράτσα χρούτσα των πιάτων και ποτηριών της μετ’ ευφήμου μνείας αποβιωσάσης, μετά δεκαετία, αειμνήστου μητρός, Κλεοπάτρας.
Πέρασαν κάτι μήνες και μια Κυριακή πρωί να και σμίγει πάλι η παρέα στον Άγιο Φίλιππα , να τα ουζάκια, να τα κονιακάκια, νάτες και οι μπύρες, θυμάται ότι στο ψυγείο υπάρχουν κάτι φιλέτα, τα οποία περιμένουν εναγωνίως μερακλήδες για να ‘τιμήσουν’ δεόντως. Έφτασε λοιπόν η ώρα.
--‘ Μάγκες, πληρώνουμε και την κάνουμε για το σπίτι’. 
Παίρνουν 2 κιβώτια ρετσίνα Κουρτάκη από την ΕΒΓΑ δίπλα, φτιάχνουν τα μπον φιλέ και τρώγοντας, άδοντας, χορεύοντας, εν μεγίστη κραιπάλη διήγον, μέχρι που έφτασε η ώρα περίπου 6 το απόγευμα, οπότε τον ρωτάει ο Βασίλης 
-- ‘ Ρε συ φίλε, η τηλεόραση πως σου ξέφυγε την Πρωτοχρονιά ;’
Και η απάντηση άμεση και μεγαλοπρεπής.
-- ’ Βασίλη, παλληκάρι μου, δεν μου ξέφυγε, την άφησα για σήμερα’.
Κανείς δεν μπόρεσε να φανταστεί τη συνέχεια. Άνοιξε πρώτα την πόρτα, πήρε την τηλεόραση, την κατέβασε στο ισόγειο, στερέωσε την εξώπορτα με το χαλάκι, σήκωσε πάλι την συσκευή, ενώ οι άλλοι έβλεπαν τα δρώμενα αγωνιούντες για τη συνέχεια και βγήκε στο δρόμο τη στιγμή που ο Σταύρος, καλή του ώρα, τους είπε,
-- ’ Ρε σεις, αυτός είναι τρελός θα την πετάξει’, οι άλλοι του λένε, 
-- ‘Βάζουμε στοίχημα πως όχι ;’, αυτός περιμένει να πέσουν πρώτα τα στοιχήματα, ρίχνει μια ματιά πίσω του, όλη η κομπανία στο κατόπι, στρίβει στη Δορυλαίων και δίνοντας ύψος στη συσκευή, την άφησε να σκάσει στο έδαφος με εκκωφαντικό κρότο.

Τα όρια ανάμεσα στη διασκέδαση και τον αλκοολισμό είναι δυσδιάκριτα. Ο κανόνας αυτός έχει σπανιότατες εξαιρέσεις κι αυτός δυστυχώς δεν υπήρξε εξαίρεση. Βρισκόταν, τότε, μερικά χιλιοστά, προτού διαβεί το κατώφλι του αλκοολισμού, αλλά δεν το είχε καταλάβει. Ούτε με φώτο-φίνις δεν θα μπορούσε να το καταλάβει. Πέντε χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκε στην δυσάρεστη θέση να παραδεχτεί ότι μπροστά στο αλκοόλ αυτός ήταν ο αδύναμος κρίκος της ιστορίας και ότι αυτός και το αλκοόλ δεν μπορούσαν πλέον να συμβαδίσουν, ήταν ήδη πολύ αργά.
Είχε παραβιάσει έναν από τους πιο βασικούς κανόνες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αυτόν του ‘σεβασμού’. Υπήρξε ένας πότης ‘υπερόπτης’. Δεν σεβάστηκε τον ‘αντίπαλό’ του. Και η υπεροψία απέναντι σε τέτοιον αντίπαλο, πληρώνεται, αργά ή γρήγορα. Τώρα βλέπει τους φίλους του να πίνουν κανένα ποτάκι και τους ζηλεύει. Ξέρει καλά, πως γι’ αυτόν πλέον το ποτό είναι σαν το απαγορευμένο Μήλο του Παραδείσου. Γιατί αν ξαναπιεί τον περιμένει επονείδιστη, επώδυνη, βιαία και άμεσος ‘αποδημία’. 
Η ζωή, αν παλεύεις για να την αλλάξεις, είναι ωραία. Σαν τις περισσότερες από τις γυναίκες της ζωής του.
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι εμπλούτισαν τα βιβλία της ανθρωπότητας με αρκετές φιλοσοφικές ‘ρήσεις’. Μια απ’ αυτές ήταν και το ‘παν μέτρον άριστον’. Ουδέποτε σκέφτηκε να ψάξει για το δικό του ‘μέτρο’. Η έξοδος από το αλκοόλ είχε βαρύτατο τίμημα. Την απώλεια της ατομικής του ελευθερίας. Το κάθε πράγμα έχει το τίμημά του. Προ πάντων τα αρνητικά. 
Έχει μείνει πάντως με το παράπονο, ότι κανείς από τους φίλους του δεν του είχε κάνει κουβέντα για τα χάλια του. Μάλιστα ο Φύσσας, όταν συναντήθηκαν μια φορά στην Αθήνα έξω από το κτίριο του Ο. Τ. Ε, στην Σταδίου, ήταν τότε ένα μήνα νηφάλιος και του είπε ότι κάνει θεραπεία στο 18 Άνω, του απάντησε –‘ τι να σου πω, ρε παλιόφιλε. Όλοι νομίζαμε, ότι ήσουν εκκεντρικός’.



Σωτήριον έτος 1982. Είχε πάρει τα τελευταία λεφτά από την εκποίηση της πατρικής του περιουσίας. Σε ένα πούλμαν του Κόνσολα Τράβελ, καθ’ οδό προς Λονδίνο, γνωρίζεται με την Τζίνα, μια Εγγλέζα μιγάδα, σε στυλ Τίνα Τάρνερ. Νταλκαδιάζονται και οι δύο και κατεβαίνουν στον Άγιο Κωνσταντίνο για να επιστρέψουν στην Αθήνα. Πάνε στο ‘Σχολαρχείο’ στην Πλάκα και πλακώνονται στα κρασιά. Μετά πάνε στα μπουζούκια, σ’ ένα μαγαζί τέρμα Ιπποκράτους, για να καταλήξουν τελικά σε ένα ξενοδοχείο, για να εξερευνήσουν τις διάφορες χαράδρες, τις κοιλάδες και τα υψίπεδα των σωμάτων τους.
Οι εξερευνήσεις έλαβαν τέλος, ως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, με τη λήξη του χρηματικού εντάλματος, οπότε κατέληξαν στο Άργος, να μαζέψουν πορτοκάλια. Είκοσι μέρες αργότερα η μιγάς επέστρεψε οίκαδε, ενώ αυτός παρέμεινε στο Άργος.

Στο Άργος γνώρισε κάτι Γερμανούς, οι οποίοι είχαν ένα πούλμαν, εντός του οποίου ένα απόγευμα στο Ναύπλιο, απέναντι από το κτίριο του ΟΤΕ, έκαναν ένα ‘τσιγαριλίκι’. Όταν έφτασε η σειρά του, ένα λαμπάκι άναψε κόκκινο. Μια φωνή μέσα του είπε : ‘Βλάκα, ένα πάθος είναι αρκετό. Αν το καπνίσεις, είσαι χαμένος από χέρι’. Έδωσε το τσιγάρο στη διπλανή του, άνοιξε την πόρτα και επέστρεψε στο Άργος, στην ταβέρνα του ‘ παππού’. Βρήκε την αργείτικη ‘παρέα’ του, έφαγαν, ήπιαν, καλαμπούρισαν με τον ‘παππού’.
Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι που η Κριστίν, μια κοκκινομάλλα Αυστριακή σηκώθηκε να φύγει. Αυτός την ακολούθησε, για τις σχετικές σπονδές στη γνωστή Θεά, αλλά σκόνταψε, έπεσε κάτω και χτύπησε στο δεξί, το αμαρτωλό μάτι. Την άλλη μέρα ο Παναγής ο Καλογεράκης, τον πήγε στο Νοσοκομείο του Ναυπλίου. Τον είδε ο Βρεττός, με την γυναίκα του οποίου ήταν κάποτε στην ίδια κομματική παρέα. Είχε τέτοια χάλια, που ευτυχώς ο γιατρός δεν τον αναγνώρισε. ( Μερικές μέρες νωρίτερα δεν τον είχε αναγνωρίσει ούτε ο Κώστας ο Κάππος).
Ενώ περίμενε στο χειρουργείο για τα ράμματα, νάτην πάλι η γνωστή εσωτερική φωνή : ‘ ανόητε, αναρωτήθηκες ποιος ήσουν και τι σκατά κάνεις εδώ ; Άντε γύρνα στη μάννα σου που σε ψάχνει. Ηλίθιε.’
Δούλεψε στου Παναγή μια βδομάδα και γύρισε σπίτι του. Είχε πάρει την απόφασή του. Μόνο ένα παιδί θα τον έσωζε από το πάθος του. Έτσι βρέθηκε στην Κρήτη.

Η πρωτοκόρη του ήταν ήδη δυόμιση ετών, αλλά το πιοτό- πιοτό. Υπηρετούσε τότε στο Κλασικό Λύκειο. Ο Στερεός, του έφτιαχνε το νες-καφέ χωρίς νερό. Μόνο κονιάκ, αντί για νερό. Ένα απόγευμα εκεί που έπινε, τον είδε η κ. Λίτσα, ο καλός του Άγγελος, η οποία και τηλεφώνησε στη γυναίκα του, να την καθησυχάσει γιατί θ’ ανησυχούσε, τότε έμενε στο Ατσαλένιο, στο Ηράκλειο, του έδωσε λεφτά για τα εισιτήρια, μιας και τα δικά του λεφτά τα είχε ‘υγροποιήσει’, πήρε το λεωφορείο για να πάει, δήθεν, σπίτι. 
Κανονικά έπρεπε να ήταν στο σπίτι γύρω στις 9 και μισή, αλλά αυτός τσακώθηκε με κάτι ούζα και γύρισε στις τρεις το πρωί. Η γυναίκα του δεν τον άφησε να μπει μέσα. Αναγκάστηκε να κοιμηθεί στην ταράτσα. Τα ξημερώματα, όταν τελικά του άνοιξε, δεν τον άφησε να φιλήσει την κόρη του.
‘ Σκυλοβρωμάς, κακομίτσι μου, θα ξυπνήσεις το παιδί με τη μπόχα σου’, του είπε.
‘ Τι στο διάολο έκανα το παιδί ; για να μη μπορώ ούτε να το φιλήσω ;’ σκέφτηκε.
Πήρε την απόφαση. Διόρθωσε τα διαγωνίσματα, τα έβαλε στους φακέλους, έγραψε ένα γράμμα. ‘ Φεύγω. Στείλε, σε παρακαλώ τα διαγωνίσματα στο σχολείο. Πάω να βρω την υγειά μου. Αυτή τη φορά δεν θα το πάρω στα αστεία’. Είχε προηγηθεί, μια παρωδία αποτοξίνωσης, στα Χανιά.

‘Απαλλοτρίωσε’ προσωρινά κάτι χρήματα ξένα, τα οποία μετά κρατήθηκαν από το μισθό του, .μπήκε στο αεροπλάνο και έφτασε στην Αθήνα με 70.000 δραχμές. Το κονιάκ, η τελευταία υγρή αγάπη του, έκανε τότε 10 δρχ. το ποτήρι. Αφού περιπλανήθηκε σε όλα τα παλιά στέκια και φιλοξενήθηκε από ένα παγκάκι απέναντι από το σταθμό του Θησείου, όταν έμεινε με ένα πεντακοσάρικο πήγε στον Αντώνη, το χημικό που έφτιαχνε τα ποτά στο ‘ορθάδικο’ του ‘Καπάζογλου’, στην οδό Αθηνάς και Ευριπίδου, γωνία.
-- ‘ Αντώνη, γνωριζόμαστε χρόνια. Θέλω να μου πεις, πού κάνουν αποτοξίνωση’.
-- ‘ Για σένα ;’
-- ‘ Για μένα’, του απαντάει.
-- ‘ Στο Δαφνί’, του λέει.
Έφυγε από κει και πηγαίνοντας για τον Άγιο Φίλιππα, τηλεφωνάει στο 100, από ένα θάλαμο στο Μοναστηράκι.
-- ‘ Άκου, μωρή κουφάλα, λέγομαι έτσι, είμαι καθηγητής, έχω ένα παιδί, αλλά είμαι αλκκολικός. Έλα, ρε πούστη, να με συλλάβεις να με κλείσεις μέσα να γλυτώσω, να ξαναδώ το παιδί μου. Ο άλλος τα έχασε, δεν ήξερε τι να πει, αυτός συνέχισε να τον βρίζει άγρια, με πρόθεση να τον θίξει, ώστε ο άλλος να νευριάσει και να στείλει κάποιον να τον μαζέψουν. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν φάνηκε άνθρωπος. Ήταν μεσημέρι Σαββάτου.

Μια και δυο μπαίνει στο λεωφορείο για το Χαϊδάρι. Φτάνει στο Δαφνί, πηγαίνει
στα επείγοντα. Τον περιλαμβάνει ένας νοσοκόμος, ο οποίος του είπε, ότι δεν μπορεί να κάνει εισαγωγή, διότι πρέπει να έχει εισιτήριο, από τα εξωτερικά ιατρεία, στην οδό Ψαρών.
‘ Έλα τη Δευτέρα’, του λέει.
‘ Ρε συ, άνθρωπε, είσαι τρελός ; Είσαι σίγουρος, ότι θα ζω εγώ τη Δευτέρα ;
‘ Λυπάμαι, φίλε μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα’.
‘ Δώσε μου, ρε μαγκίτη ένα πενηντάρικο για τα ναύλα και τη Δευτέρα που θα έρθω, αν ζω, θα στα δώσω’.
Καλή του, ώρα ο Κουλούρης, έτσι λεγόταν ο νοσοκόμος, του δίνει 50 φράγκα, μπαίνει στο λεωφορείο και ξεμπαρκάρει στην Κουμουνδούρoυ, την πλέον αριστοκρατική πλατεία του υπόκοσμου. 
‘ Tώρα, τι κάνεις λεβέντη μου ;’

Κουτσά στραβά την έβγαλε με δανεικά μέχρι την Κυριακή το απόγευμα, οπότε έμεινε ρέστος. μια και δυο πάει στο σπίτι του Γεράκη, στη γέφυρα του Άτζεκα, λίγο πιο κει από τη γέφυρα στου Πουλόπουλου, την παλιά γειτονιά του. Χτυπάει το κουδούνι, ανεβαίνει επάνω, τον βλέπει ο Ηλίας, παλιός συμμαθητής και παθαίνει την πλάκα του. Για να μην τρομάξει τα παιδιά του, που τα είχε βγάλει για βόλτα η Σοφία, η γυναίκα του, του δίνει ένα πεντοχίλιαρο, με την προτροπή να κατέβει στην Κρήτη.

Αυτός τράβηξε στην πλατεία Δημαρχείου, πλακώνεται με κάτι ούζα, κάτι κρασιά, με ένα κιβώτιο μπύρες και γύρω στις μία τα ξημερώματα, τραβάει για το φιλόξενο παγκάκι, έχοντας 1.000 δραχμές στην τσέπη. Είχε πιει 4.000 δραχμές πιοτά σε πέντε ώρες. Το πρωί έκανε για πρώτη φορά στη ζωή του εμετό, αλλά απτόητος άρχισε να γυρίζει όλα τα καφενεία από Θησείο μέχρι Ομόνοια, μέσω Αιόλου, στην πλατεία Ψυρρή, για ουζάκι και στην Κεντρική Αγορά της Αθήνας για κρασιά.

Με τα πολλά φτάνει στα εξωτερικά ιατρεία στην οδό Ψαρών, μπαίνει μέσα στην μεγάλη αίθουσα υποδοχής και κάθεται. Είχε μείνει με 100 δραχμές. Από τις 5 το πρωί, όταν ξύπνησε μέχρι τις 9 και δέκα, όταν έφτασε στη Ψαρών είχε πιει 90 κονιάκ, ούζα και κρασιά.
Δέκα λεφτά αργότερα ανοίγει η πόρτα, έφυγε ένας νεαρός, βγαίνει ο Χρήστος ο Λασκαράτος, επιμελητής Α’, εφημέρευε εκείνη τη μέρα, δε ρωτάει ποιος έχει σειρά, μόνο του λέει να περάσει.
‘ Γιατί είσαι εδώ ;’ ρωτάει ο γιατρός.
‘ Δεν το βλέπεις, γιατρέ μου ; Είμαι εδώ για να με σώσεις. Είμαι ο τάδε, έχω μια κόρη που περιμένει να με ξαναδεί, είμαι καθηγητής, αλλά, όπως εύκολα μπορεί να δεις, είμαι αλκοολικός’.
Γράφει ο Λασκαράτος το εισιτήριο, του το δίνει.
’ Ελπίζω να σε δω στην κλινική’, του λέει με νόημα. Είχαν δει πολλούς τα μάτια του.

Φεύγει από τη Ψαρών, να πάει στην Κουμουνδούρου να πάρει το λεωφορείο για το Δαφνί. Είχε 100 δραχμές και το εισιτήριο έκανε 50, στο δρόμο του κοζάρει το καφενείο του Μαρούκη, μπαίνει μέσα και παραγγέλνει : --: ‘50 φράγκα κονιάκ, ρε μόρτη’..

Ήταν οι τελευταίες υγρές σταγόνες, μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι σελίδες αυτές. Το ρολόι, στον τοίχο του καφενείου έδειχνε 11 και είκοσι και στο ημερολόγιο της κλινικής του 18 ΑΝΩ πρέπει να έγραψαν ότι : ‘ Σήμερα, ημέρα Δευτέρα, 9 Ιουνίου του έτους 1986, και περί ώραν 13 και σαράντα, προσήλθε, οικεία βουλήσει, εις το 18 ΑΝΩ, ο ΤΑΔΕ, εκ Πειραιώς ορμώμενος, ίνα αποτοξινωθεί εκ του αλκοόλ και επανέλθει στις αγκάλες αυτών που πλήγωσε’. 

Ο Ζαμπέτας θα το έλεγε κάπως έτσι : ‘ Αυτή είναι η Ιστορία ενός κυρίου, που λάτρεψε το αλκοόλ, ήπιε ίσαμε 3 φορές τον Ατλαντικό Ωκεανό και 7 φορές τη Μεσόγειο θάλασσα. Ευτυχώς όμως είχε προλάβει να αγαπήσει τη ζωή περισσότερο.
Δι’ ευχών των αγίων….’

νασαι καλα φιλε