Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΗΣ …ΝΕΟΠΛΟΥΤΟΥ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ


Λοιπόν η Ευμορφία, κοινώς Μόρφω, νεοπλουτιστί …Μάρφυ, γεννήθηκε στην Κοκκινιά από εργάτες γονείς, δηλαδή ο πατέρας της ήταν τορναδόρος (και κουφός από το ένα αυτί), η μαμά οικιακά και …γκρίνια, η γιαγιά Μόρφω δεν τους έκανε τη χάρη να πεθαίνει, αν και όλοι την περιμένανε να τους αδειάσει τη γωνιά στο φτωχικό δυάρι της εργατικής πολυκατοικίας. 
Η αδελφή νταραβεριζόταν με νταλικιέρηδες, όμως η νεαρή Μάρφυ, που ήταν και ομορφούλα – πανάθεμά την – τον καμάκωσε τον νεόπλουτο γαμπρό, ιδιοκτήτης πολυιατρείου, με πλαστό πτυχίο μικροβιολόγου από την Ιταλία, αλλά ποιος νοιάζεται τώρα για τέτοιες λεπτομέρειες; Το θέμα τότε ήταν να πιάσεις την καλή. Είμαστε στα τέλη της γενιάς του 1970 και η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» έχει πάρει φόρα και ποιος την πιάνει.
   Τότε χτίζονται τα χειρότερα τέρατα, καταπατώνται αιγιαλοί, μαντρώνονται παραλίες, ξεφυτρώνουν αυθαίρετα, καίγονται δάση κι εν μια νυκτί ξεφυτρώνουν πολυκατοικίες, εκεί που κάποτε ήτανε ρέματα και οι χείμμαροι κατεβάζανε φονικούς ογκόλιθους, ψόφια ζώα και κουφάρια δέντρων. 
Η Μάρφυ λοιπόν παντρεύτηκε τον άσχημο, αλλά καπάτσο, και γλυκο…πάπαρο Τάσο, που όπου εύρισκε το έχωνε το εργαλείο του, τη βρήκε μικρή αυτή να γυρνάει από το φροντιστήριο και ν’ ανησυχεί για μια ανύπαρκτη εγκυμοσύνη, την παρέσυρε στο μικροβιολογικό εργαστήρι του και την κατέστησε έγκυο, πραγματικά, όχι ανεμογκάστρι και τέτοια συναφή.  Εεεε, όταν του γέννησε και τον διάδοχο, κορώνα στο κεφάλι του την είχε, μέχρι και η μάννα του την αποδέχτηκε, πρώην λαχειοπώλις στην πλατεία Αγάμων («είχαν δει πολλά αυτής τα μάτια της») και δεν ανεχόταν μια τσούχτρα να τυλίξει τον κανακάρη της. Τελικά, όχι μόνο τον τύλιξε, όχι που βιάστηκε να του σκαρώσει και μια κόρη, έχτισαν και το αυθαίρετο στην κορυφή της Πάρνηθας, να αγναντεύει το λεκανοπέδιο και να νιώθουν ένα κόμπλεξ ανωτερότητος (αυτοί κι ο Όθωνας με την Αμαλία = ένα πράμα!).
   Βεβαίως, το πώς βρέθηκα εγώ να κάνω ιδιαίτερα στη Μόρφω, έγκυο στο δεύτερο παιδί, μπας και περάσει η ακαμάτρα στο Πανεπιστήμιο, δεν ξέρω πώς μου συνέβη. Μια αγγελία είχα βάλει στο φούρνο της γειτονιάς κι έσπασε το τηλέφωνο. Πολλά χρόνια μετά κατάλαβα ότι είχα τόση πέραση, όχι μόνο γιατί ξεστραβώνονταν οι μαθητές μου, αλλά και γιατί ήμουν ομορφούλης. 
Φυσικά και δεν έκανα εκπτώσεις, φυσικά και δεν εγκατέλειπα την επαγγελματική μου σοβαρότητα, πες όμως επειδή οι βαθμοί μετά τα ιδιαίτερα ανέβαιναν …κατακόρυφα, πες γιατί κάπου μέσα τους (ενδόμυχα, που λένε) ήλπιζαν να με …οριζοντιώσουν, κατάφερα κι επιβίωσα μεταξύ Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, θεατρικών σχολών κι άπειρων ποιημάτων, διηγημάτων, πονημάτων, που δημοσίευα αμισθί και με ψευδώνυμο σε λογοτεχνικά περιοδικά. 
Τελικά, η Μόρφω πέρασε στο Πανεπιστήμιο, καλά μη φανταστείτε τίποτα σπουδαίο, αλλά πέρασε και το πήρε και το χαρτί και το κορνίζωσε και μου χρωστούσε χάρη κι όλο κεφτεδάκια με μπούκωνε και ντολμαδάκια και τυροπιττάκια, μέχρι που έπαψα να είμαι τραβηχτικούλης κι έγινα γιοματούλης. Τότε μόνον ησύχασαν οι απανταχού θαυμάστριές μου κι εγώ βρήκα την ησυχία μου και την υγειά μου.
   Με τη Μόρφω κρατήσαμε κάποιες σχέσεις, γιατί όλο και κάποια καινούργια ερωτική περιπέτεια είχε να μου εξομολογηθεί, όλο κάποια καινούργια ιδέα για διήγημα μου έδινε και, γενικώς, την έκανα χάζι. 
Γιατί ήταν αυθεντική τσούλα, κατίνα και νεόπλουτη. Τώρα, θα μου πεις, τι ζόρι τραβάω εγώ με τις Κατίνες;  Κανένα.  Και η Παξινού Κατίνα ήταν.
   Όμως ήρθε η ώρα αυτή η τρανταχτή λυκοφιλία να τελειώσει. Κι αιτία ήταν ο σεισμός του 1999. Καλά, θα μου πείτε, μα γίνονται αυτά τα πράγματα; Ναι, γίνονται και παραγίνονται, αν και δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν συμβαίνουν μόνο σ’ εμένα.
   Λοιπόν μία μέρα πριν τον μεγάλο σεισμό, με κάλεσε στο σπίτι της να με επιπλήξει, που δεν δραστηριοποιούμαι περισσότερο στο ελεύθερο επάγγελμα του διπλωματούχου μηχανικού, να χτίσω καμιά πολυκατοικία, να σηκώσω κανένα… αυθαίρετο εν μια νυκτί, να κάνω τέλος πάντων ό,τι κάνουν όλοι οι Έλληνες. Αλλά εγώ, αντ’ αυτού, έτρεχα, ο μπατίρης, στη Σορβόννη, να εκπονώ διδακτορικά θεατρολογίας. «Και ποιος νοιάζεται γι’ όλα αυτά; Εεεε, πες μου, ποιος νοιάζεται; Κανένας δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τα πτυχία σου, για τα βιβλία σου και για τα τρανταχτά βιογραφικά σου. Άμα η τσέπη σου είναι άδεια, κανείς δεν σε λογαριάζει. Τ’ ακούς; Κατάλαβες ή τζάμπα χάνω το σάλιο μου; Με εννόησες ή αλλού …τυρβάζεις;» επέμενε η αυτόκλητη …προστάτις μου.
   Όμως, τι το ήθελα εγώ και δεν το έραβα το ρημάδι μου; Γιατί δεν σώπαινα; Γιατί κάθε φορά που βγαίνω από τα ρούχα μου και αντιδρώ, γίνεται χαλασμός κόσμου; Αφού μια ψυχαναλύτρια, η συχωρεμένη, σκατά στα μούτρα της δηλαδή, γιατί ήταν πολύ κακιασμένη η παραδόπιστη, μου το είχε πει: «Παιδί μου, εσύ με μια φράση σου μπορείς να σκοτώσεις βίσωνα». Τώρα, πού τους είχε δει τους βίσωνες, αυτή, η κυράτσα, θα σας γελάσω. Αν και ήταν τόσο αρχαία, που μπορεί κάπου κάποτε να τους είχε τρακάρει και τους βίσωνες, τι να σας πω; 
Πάντως, εγώ, πιστός στο απύλωτο το στόμα μου, αφού τα τσούγκρισα με την ψυχαναλύτρια, έκανα και τη Μόρφω θανάσιμη εχθρά μου, με μία και μόνη φράση (καλά, αυτό είναι ταλέντο, δεν παίζομαι ο άνθρωπος). 
Της είπα, δηλαδή: «Μα Μόρφω μου, συγγνώμη, Μάρφυ μου, τα σπίτια και οι πολυκατοικίες πέφτουν. Ένας γερός σεισμός να κάνει και πάρ’ το κάτω το αυθαιρετάκι». Τι ήθελα και το άνοιγα το στόμα μου; Γιατί δεν μπούκωνα άλλο ένα κεφτεδάκι, να γίνω τώφαλος, να πεθάνω από εμβολή και να γλιτώσω από το ανθρώπινο είδος και την πλέον τυπική εκπρόσωπό του, τη Μάρφυ; «Α, πού να χαθείς και να μου χάνεσαι, γρουσούζη!» κι έφτυνε τον κόρφο της και ξαναέφτυνε τον κόρφο της. Όμως αυτό δεν εμπόδισε καθόλου μα καθόλου τον σεισμό να της κατεδαφίσει το παλατάκι της και να βρεθεί η άμοιρη σε τσίγκινο υπόστεγο να το φυσάει και να μην κρυώνει. 
Τι να της κάνω εγώ που είχε πέσει σ’ εργολάβο του ιδίου φυράματος με τον απατεώνα σύζυγό της και είχε πάρει κι αυτός το πτυχίο του πολιτικού μηχανικού από ιταλικό πανεπιστήμιο, λαδώνοντας ποιος ξέρει ποια μαφία, ποια καμόρα, ποια κόζα νόστρα, τέλος πάντων; Και δεν τα ξέρω πώς τα λένε αυτά τα πράγματα. Εγώ πάντως πήγα να της κάνω επίσκεψη στο μπεντεστένι (μπεζεσταίνει το έλεγε η άμοιρος Ευμορφία), αλλά μου πέταξε τα σοκολατάκια στη μούρη κι όπου φύγει-φύγει εγώ. Άσε που από τότε μου έμεινε το παρατσούκλι ποιητής Εγκέλαδος κι ό,τι κι αν έκανα να φύγει από πάνω μου, να το ξεφορτωθώ τέλος πάντων, απέβη μάταιο κι όλες οι προσπάθειές μου άκαρπες. 
Μα εγώ προκάλεσα τον σεισμό; Ποιος είμαι; Ο Εγκέλαδος; Εγώ μια κουβέντα είπα. «Κι ο θεός με έναν λόγο του δημιούργησε τον κόσμο», μου αντέτεινε η σεισμοπαθής Μόρφω, που τελούσε σε πλήρη σύγχυση, παραληρούσε και με την ευκαιρία της βγήκε κι εκείνη η παλιά διπολική διαταραχή κι η ηβηφρενική σχιζοφρένεια που είχε κληρονομήσει από την γιαγιά την Ευμορφία – γι’ αυτό δεν πέθαινε, η ακατάβλητη… Εν τέλει, το καινούργιο παρατσούκλι με βόλεψε. Γιατί σε μια χώρα που δεν εκτιμούν την ευγένεια και τους καλούς τρόπους, το να σε φοβούνται οι δεισιδαίμονες είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Και ποιος δεν είναι δεισιδαίμων, άλλωστε; Μέχρι και μια καθηγήτρια λατινικών που είχα στο πανεπιστήμιο ειδικεύεται στην ερμηνεία του καφέ.      Μάλιστα. Γι’ αυτό να προσέχετε, αναγνώστες μου. Να μου φέρνετε καλούδια, κατά προτίμησιν κεφτεδάκια και να μην με πειράζετε. Γιατί μπορεί να θυμώσω – τι λέω; να οργιστώ πραγματικώς – να μεταμορφωθώ σε Εγκέλαδο και να σας το ρημάξω το κονάκι σας. Συνεννοηθήκαμε; Θα επανέλθω δριμύτερος, αφού τσακίσω άλλο ένα χαμομήλι. Το τρίτο της ημέρας. Αυτό λες να μου φέρνει υπερένταση και γράφω συνέχεια; Ποιος ξέρει; Κανένας γιατρός, βρε παιδιά; Από τους πραγματικούς όμως. Όχι από τους μαϊμούδες. Ααααα, ήρθε ο Σωτήρης Παστάκας, χαμογελαστός, με τον ζουρλομανδύα, έτοιμος να μου τον φορέσει κολάρο. Όμως ατύχησε, έφερε το small, ενώ εγώ από τα κεφτεδάκια έχω γίνει σούπερ-ντούπερ έξτρα λαρζζζζζζζ.
   Τη γλίτωσα κι απόψε. Εεεε, μέχρι αύριο έχει ο θεός. Όλα καλά, αγαπητοί μου. Θα τα ξαναπούμε. Σταθερός στο εβδομαδιαίο ραντεβού μου, θα σας βομβαρδίζω με …. (μην το πείτε! Καταπιείτε! Έτσι μπράβο! Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην λες. Γιατί όταν κατηγορείς τον άλλον, κατηγορείς τον καθρέφτη σου. Κι ανακαλύπτουμε στους άλλους τα δικά μας ελαττώματα που μας εξοργίζουν. Φτου κακά!). Τέλος και τω θεώ δόξα. Έπεται συνέχεια, δυστυχώς. Αλλά, κρίση είναι – πού θα πάει; – θα περάσει. Και δεν ομιλώ βεβαίως για την οικονομική κρίση. Σιγά το θέμα. Εδώ όλη η Ελλάδα μια ζωή, στην ιστορία, πάντα, κάθε εποχή, σε κρίση ήτανε. Μην τρελαθούμε τελείως τώρα. Σιγά τα λάχανα. 
Ας είναι καλά οι φραγκοσυκιές. Καιρός να τις μαδήσουμε, που γέρνουν από το φορτίο. Φραγκόσυκα ομελέττα, φραγκόσυκο ριζότο, φραγκόσυκα με φακές και ούτω καθεξής. Αμ πώς;

Κωνσταντίνος Μπούρας