Παρασκευή 5 Απριλίου 2013


Ο Στέλιος στα όνειρά μου
Ο Θωμάς Κοροβίνης αφιερώνει ένα διήγημα στον Καζαντζίδη, τον «άγιο των φουκαράδων»
του Θωμά Κοροβίνη


– Ξύπνησες, Μπλέριν; Καλημέρα. στις ομορφιές σου είσαι!
– Καλημέρα, Ραφαήλο. Ορεξη που την έχεις πρωινιάτικα.
– Γεια σου, καλέ μου φίλε Μπλέριν, σύντροφέ μου Μπλέριν.

Το αλβανάκι τίναξε από πάνω του τις δύο στρατιωτικές κουβέρτες που τον έσωζαν απ’ το ψοφόκρυο κάθε νύχτα, έξυσε την κούτρα του, κοίταξε στα μάτια τον έλληνα φίλο του, που τον περνούσε καμιά εικοσαριά χρόνια κι ήταν κουκουλωμένος κάτω από κάτι σκισμένα χράμια και μια βρώμικη φλοκάτη, και έριξε το βλέμμα ερευνητικά γύρω του. Αποβραδίς είχε ψάξει όλη τη γύρω περιοχή κι είχε μαζέψει μια στοίβα ξύλα, κομμάτια από ξεχαρβαλωμένα πορτοπαράθυρα, περισσεύματα από παλιές ξυλοδεσιές, κούτσουρα από κληματσίδες και αρχαία κλαδέματα από τα πλατάνια της δημοσιάς. Ο Ραφαήλος, παλιός μάγκας κι άλλο τόσο παλιό νοικοκυρόπαιδο, χαμογέλασε στον νεαρό Αλβανό με νόημα. Ξεπεσμένος καταστηματάρχης, είχε ανοιχτεί άτσαλα και είχε χάσει το είναι του από χρωστούμενα τραπεζοδάνεια και οφειλές σε γνωστούς. Η τύχη τού έφερε μπροστά του το αλβανάκι, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα και το πήρε υπό την προστασία του. Ποια προστασία! Ολη μέρα όργωναν την πόλη για να ζητιανέψουν λίγο φαΐ και να ρουφήξουν καμιά γενναία γόπα, πεταμένη στον δρόμο.

– Ωραίο πράμα το όνειρο. Ε, Μπλέριν;
– Ποιο όνειρο;
– Το όνειρο, αγοράκι μου! Ημουνα, λέει, με τα φιλαράκια μου και τα πίναμε.
– Χτες το βράδυ;
– Ναι, όνειρο είναι, ρε, ό,τι τύχει μπροστά σου βλέπεις!
– Ο,τι τύχει ή ό,τι γουστάρεις;
– Ο,τι σου λείπει, ξέρω ’γώ; Μ’ έπιασε μια νοσταλγία για τον παλιό καιρό.
– Πού βρεθήκατε με τους φίλους;
– Α, στο κέντρο Μαντουμπάλα. Θα τραγουδούσε ο Στέλιος!
– Τι είναι αυτή η Μαντουμπάλα; Μια παλιά βασίλισσα, ξέρω ’γώ, μια μελαχρινή φίρμα απ’ τη Βομβάη, τι σε νοιάζει, ρε! Εδώ λέμε, περιμέναμε να βγει να μας τα πει ο Στέλιος! Αν έπιανες εκείνη την ώρα την καρδιά μου, πήγαινε να σπάσει!
– Χτυποκάρδι, ε;
– Χτυποκάρδι, καρδιοχτύπι, λέει, όπως θέλεις πάρ’ το! Ξέρεις τι είναι να κάθεσαι στην καρέκλα και να φυλάς πότε θα εμφανιστεί μπροστά σου ο θεός σου; Ο ένας και μοναδικός θεός σου;
– Ντροπή, μη λες τέτοια λόγια! Θεός για μένα είναι μόνο ο Αλλάχ. Και για σένα πρέπει να ’ναι ο Χριστός! Κανένας άλλος!
– Καλός είναι κι ο Χριστός, κι η Παναγία, κι ο Αγιος Νούφριος!
– Ποιος είναι αυτός ο Νούφριος;
– Ενας άγιος στα μέρη μου, στα Χανιά, στο Ακρωτήρι! Ερημίτης! Γύριζε γυμνός στην έρημο μ’ ένα κουρελάκι που σκέπαζε τ’ αχαμνά του. Ερημοσπίτης ήταν κι αυτός. Να, καλή ώρα, σαν και μας κι εκείνος. Ρίξε, ρε, κανένα κούτσουρο στη φουφού, όλη νύχτα το αγιάζι μάς τρύπησε το μεδούλι. Αυτή η γριά φουφού, άλλος θεός!
– Εγινε, φίλε.
– Αλλά να ξέρεις ότι υπάρχουν πολλοί θεοί. Η ζωή είναι μεγάλη και η ψυχή του ανθρώπου χωράει πολλούς θεούς. Ε, λοιπόν, έχω προσκυνήσει κι εγώ δυο-τρεις από δαύτους. Ενας απ’ αυτούς ο πιο μεγάλος, είναι ο Στέλιος!
– Εχεις και φωτογραφία του;
– Εχω μία, να εδώ μαζί μου, στην κωλότσεπη, βγήκαμε αγκαλιά κάποιο βράδυ που είχα πάει σ’ ένα κέντρο, στην Τριάνα νομίζω! Εχει και την τζίφρα του από πίσω, ορίστε: «Στον αγαπημένο μου φίλο Ραφαήλο, Στέλιος». Μπήκες;
– Μπήκα.
– Α, να, μπράβο. Οταν είχα το σπίτι, προτού μου το γκρεμίσουν οι μπουλντόζες που έστειλε η ρουφιάνα η τράπεζα, είχα στο σαλονάκι μου 20 μπουκάλια ούζο «Υπάρχω». Με τη φωτογραφία του θεού στην ετικέτα. Ρε, τι πάθαμε! Ακου τώρα:
«Μεγάλες σπαζοκεφαλιές,
 παράνομα τραβήγματα,
 ρέστος, μπατίρης πάντοτε
 και καραβοτσακίσματα,
 απ’ τα πολλά τραβήγματα».
Και στο ντουβάρι ψηλά, στο κέντρο της σαλοτραπεζαρίας, ένα παλιό του φανελάκι κορνιζαρισμένο!
– Σα να λέμε ερωτευμένος ήσουνα.
– Είμαι, ρε, όχι ήμουνα. Φέρε το μπρικάκι να ψήσουμε δυο καφέδες να στανιάρουμε. Δεν θέλουμε μπρέκφαστ εμείς. Αμα πιούμε τα καφεδάκια μας και ρουφήξουμε και δυο τσιγάρα, είμαστε παραπάνω από βασιλιάδες. Επεσα έξω, Αλβανέ, έπεσα έξω.
«Απ’ τις παρανομίες μου
 και τα βαριά μου σφάλματα
 έπεσα θύμα συμφοράς
 και ήμουνα για κλάματα,
 απ’ τα μεγάλα σφάλματα».
– Ραφαήλο, δεν βρίσκεις τίποτε καλύτερο να δεις στον ύπνο σου απ’ τον Στέλιο;
– Σαν τι, ρε;
– Καμιά γκόμενα, ας πούμε.
– Ισα, ρε. Οι γκόμενες μας φάγανε στα ζωντανά, θα τις βλέπουμε και στον ύπνο μας! Εγώ είμαι ευτυχισμένος, ρε φίλε, που με καταδέχεται ο θεός στα όνειρά μου. Αφού δεν πάω στην εκκλησία, ρε. Ποτέ δεν πήγαινα. Εχω τουλάχιστον αυτόν να με τραγουδάει όταν σφαλώ τα μάτια μου και ξεχνιέμαι. Είναι σαν να ακούω το Ευαγγέλιο. Ακου να ξέρεις, πουλάκι μου. Ο άνθρωπος στον ύπνο του φτιάχνει έναν κόσμο ψεύτικο, απατηλό, για να ξεφύγει απ’ τη μαρμάγκα, ζει μιαν άλλη ζωή. Γι’ αυτό σου λέω. Ποιον ήθελες να ονειρεύομαι, τον Καραμανλή ή τον Πάγκαλο; Αυτοί είναι βραχνάδες. Ο Στέλιος ήτανε αγορίνα.
– Γεια σου, ρε Ραφαήλο.
– Γεια σου και σένα ντερβισόπαιδο από το Τεπελένι. Ζήτω η φτώχεια, ρε!
– Ο Στέλιος κονόμησε;
– Πώς δεν κονόμησε! Θα μπορούσε να γίνει Νιάρχος! Πάνω στα καλύτερά του τα παράτησε τα κέντρα. Οι άλλοι, οι φλώροι, πήξανε στο τάλιρο.
– Αμα ήταν τώρα εδώ, τι θα ’κανε;
– Τι να ’κανε, ρε; Θα καθόταν να φουμάρει μαζί μας. Μπορεί να κερνούσε και κάνα τσίπουρο.
– Στη Μαντουμπάλα, Ραφαήλο, τι έγινε χτες;
– Στην αρχή, που λες, βγήκε η μία απ’ τις τρεις θεές.
– Ωστε έχεις και θεές;
– Ναι, ρε Μπλέριν, μόνο θεούς θα είχα! Οι γυναίκες δεν έχουν ψυχή;
– Α, μάλιστα!
– Φαντάζομαι τι ωραία θα ήταν αυτή η πρώτη!
– Ολες ωραίες ήταν, αλλά μη φαντάζεσαι τίποτε σαν αυτές τις αγαλματένιες που βγαίνουν τώρα στην τηλεόραση. Εμείς, εξάλλου, δεν μπορούσαμε να τις δούμε πονηρά. Τις είχαμε σαν τη μάνα μας, σαν την αδελφή μας, σαν τη συμμαθήτριά μας που τη σεβόμασταν. Βγήκε λοιπόν η Γιώτα Λύδια! Μελαχρινή και γλυκιά, με μια φωνή, τι φωνή, βελουδένια! Μη φαντάζεσαι τσαλίμια και καμώματα. Στεκόταν όρθια, ακίνητη και σε καθήλωνε. Βγήκε και είπε το τραγούδι «Πέτρινη καρδιά» του Καλδάρα. «Δεν μπορώ να κάτσω πια με μια πέτρινη καρδιά...».
– Σώπα, ρε συ Ραφαήλο, υπάρχουν και πέτρινες καρδιές;
– Ναι, αγόρι μου, τι νομίζεις, οι πιο πολλές τέτοιες είναι. Υστερα βγήκε η δεύτερη θεά, η Πόλυ Πάνου. Αυτή, πολύ μαγκιόρα, πολύ ντερμπεντέρισσα, μ’ ένα ζεϊμπέκικο σε κάθιζε κάτω. Είπε λοιπόν «Τα λιμάνια» του Τσιτσάνη, που είναι για τη μετανάστευση, το ’61 βγήκε αυτό, τότε που φεύγανε οι Ελληνες για Καναδά, Αυστραλία!
– Φεύγανε κι οι Ελληνες, ε;
– Αυτό που κάνατε εσείς τελευταία, το έκαναν οι Ελληνες πριν από σας και το ξανακάνουν πάλι σήμερα, μετά από σας. Βλέπεις, στην Ιστορία επαναλαμβάνονται συχνά τα κακά, όχι τα καλά.
– Εμάς δεν μας κοιτάει το κράτος στην Αλβανία. Εμάς τους φτωχούς!
– Ενώ εμάς εδώ, τι να σου πω! Τα τελευταία χρόνια όλοι οι χαραμοφάηδες κάνανε παρέλαση, όλοι οι τεμπελχανάδες, Καραμανλήδες, Παπαντρέηδες, Σαμαράδες. Ούτε μια ώρα δεν δούλεψαν αυτοί.
– Εσύ κουράστηκες στη ζωή σου, ε Ραφαήλο;
– Δουλέψαμε, φίλε, κάποια στιγμή ρίξαμε τη ζαριά και χάσαμε. Δεν μας ήθελε το άτιμο.
– Ο Στέλιος δούλεψε;
– Ολες τις δουλειές έκανε, κουλουρτζής, χαμάλης, ό,τι θες έκανε. Αμα ήθελε θα ήταν μεγιστάνας, είπαμε. Εφτασε εκεί ψηλά, κι όταν μαζεύτηκαν 200 εκατομμύρια δραχμές – πού είσαι, αγία μου δραχμούλα; – σταμάτησε. Σου λέει, εγώ απ’ τον λαό βγήκα, και τον λαό εκπροσωπώ, δεν κάνει να προκαλώ.
– Και η δεύτερη θεά; Η Πόλυ;
– Η Πόλυ φορούσε ένα κόκκινο ξώπλατο, κι είχε μια... γάμπα!
– Και η τρίτη θεά; Αυτή βγήκε τελευταία πριν απ’ τον Στέλιο. Η Καίτη Γκρέυ. Μεγάλη καψούρα με τον Στέλιο. Κι ακόμα είναι! Αυτή έχει μια φωνή φευγάτη, θαρρείς κι έρχεται από άλλον πλανήτη. Είπε τη «Νυχτερίδα» του Μπαγιαντέρα.
– Κάτσε καλά τραγουδίστρια, ε φίλε;
– Ερμηνεύτριες λέγονται αυτές. Είναι και πολύ μπριόζα και σεβνταλού η Καιτάρα, μου άναψε τα αίματα. Ελα, κάτσε εδώ κοντά μου, αγοράκι μου, να σε νιώθω.
– Και ο θεός;
– Στο τέλος, που λες, βγήκε κι ο θεός στο πάλκο. Είπε το «Υπάρχω» και μας τελείωσε.
Στο μεταξύ, η γριά φουφού σιγοέσβηνε. Ο Μπλέριν έσκυψε και μάζεψε με την αδύναμη χούφτα του ένα μάτσο κλαράκια και τα ’ριξε στα κάρβουνα.
– Γεια σου, Αλμπάνο μάγκα. Τύχη που την έχεις κι εσύ, ρε κερατά! Ρε Αλβανέ, πίσω από κείνο το δέντρο έχω καβατζώσει τρία κούτσουρα. Θα δυναμώσουμε τη φλόγα να ψήσουμε δυο μισίρια που τζούρνεψα ψες απ’ τη λαϊκή.
– Τζούρνεψα; Μισίρια;
– Τζούρνεψα, έκλεψα. Μισίρια, έτσι λέγαμε τα καλαμπόκια. Μπράβο, ρε Μπλέριν.
– Τα έτρωγε ο Στέλιος τα καλαμπόκια, φιλαράκο;
– Θα τα έτρωγε, ήταν μερακλής. Τα ψάρια κυνηγούσε πιο πολύ. Εμ μερακλής, εμ καλλιτέχνης. Το κ με Κ.
«Εγώ με την αξία μου, με το φιλότιμό μου κρατάω πάντα στη ζωή ψηλά το μέτωπό μου».
– Νόστιμα τα μισίρια, Ραφαήλο;
– Ου, μούρλια! Πάω να την πέσω πάλι. Τα λέμε αύριο. Καληνύχτα!
– Τι καληνύχτα, φίλε; Ακόμη δεν μεσημέριασε καλά καλά.
– Τι να κάνω, ρε συ; Σάμπως μας περιμένει δουλειά;
– Ας βρούμε κάποιαν απασχόληση!
– Απασχόληση, ρε συ, δεν έχουν ούτε οι πτυχιούχοι. Ασε μας στον πόνο μας.
– Τι ήταν λοιπόν για σένα ο Στέλιος;
– Σαν άνθρωπος είχε κι αυτός τα κουσούρια του. Αλλά ήτανε σωτήρας. Στα χρόνια τα δικά μας δεν κοτούσε κάποιος να πει ότι δεν έχει να ταΐσει τα παιδιά του, γιατί άμα δήλωνες φτωχός, σε παίρνανε για κομμουνιστή. Ε, εκείνος, ρε συ, είπε «θα σας κάνω να μην ντρέπεστε για τη φουκαροσύνη σας», θα το διαλαλήσω με το λαρύγγι μου. Δεν ήταν βέβαια επαναστάτης, δεν έλυσε το πρόβλημα, αυτό. Κι όπως φαίνεται – τόσο αίμα έχει χυθεί σ’ όλον τον ντουνιά – δεν θα λυθεί ποτέ. Αλλά με το τραγούδι του βοήθησε τη φτωχολογιά να μη νιώθει κομπλεξικά, να μην ντρέπεται για την κατάντια της.
– Τώρα κατάλαβα. Καληνύχτα λοιπόν. Κι άμα δεις τον Στέλιο ξανά στον ύπνο σου, έχει τα φιλιά μου.
– Ξάπλω κι ονειρέψου τον κι εσύ. Ο Στέλιος δεν είναι μόνο ο άγιος των φουκαράδων, μεσιτεύει στον Παντοδύναμο και προστατεύει τους μετανάστες.

*Ο Θωμάς Κοροβίνης γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση, το διάστημα 1988-1996 έζησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρέτησε στο Ζάππειο και στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο. Εχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία «’55», «Τουρκικές παροιμίες», «Κανάλ ντ’ Αμούρ», «Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου», «Φαχισέ Τσίκα», «Ο Μάρκος στο χαρέμι», «Το χτικιό της Ανω Τούμπας», «Οι ασίκηδες», «Οι ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας», «Ομορφη νύχτα», «Σμύρνη: Μια πόλη στη λογοτεχνία», «Το αγγελόκρουσμα». Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί και το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Ο γύρος του θανάτου». Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και είναι επίσης συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών, ενώ έχει υπάρξει και παραγωγός και επιμελητής ραδιοφωνικών εκπομπών. Από το 2009, στις αρχές του καλοκαιριού, οργανώνει στο κτήμα του, στα Λεχώνια Πηλίου, μια βραδιά πανελλήνιας συνάντησης συγγραφέων και αναγνωστών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τη συμμετοχή μουσικών συγκροτημάτων.