Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012


Καλοκαίρι κι αυτό! 
Η ζέστη εξοντωτική, να σ’ αποδιώχνει αντί να σε θερμαίνει. 
Στην επιφάνεια της καλοπέρασης, ένα ασήκωτο, αποπνικτικό σύννεφο υγρασίας. 
Κάθε βράδυ φαγητό. Κάθε βράδυ ίδιες κουβέντες, που ούτε μία από αυτές δεν κατάφερα να θυμηθώ το άλλο πρωί. 
Μόνο την κατάληξή τους, το κατευόδιο: «Θα τα ξαναπούμε αύριο».

Αυτό ήταν, και είναι, το πιο τρομακτικό απ’ όλα. 
Το «θα τα ξαναπούμε αύριο», γνωρίζοντας ότι και αυτό που θα ξαναπείς, το ξανάπες και χθες, ολόιδιο, αυτούσιο. 

Κι όμως, συνέχισα να ζω τις μέρες μου ελπίζοντας να συναντήσω κάπου μια μορφή που να έχει έκφραση, και που θα κάνει και μένανε να εκφραστώ. Καθ’ οδόν, απαντούσα συνεχώς στην ίδια βλακώδη ερώτηση, «μα, δεν βρήκες τίποτα ακόμα;». Απαντούσα με μιαν αμηχανία που δεν ήξερα, αλλά και δεν με ενδιέφερε κιόλας, πως θα εκληφθεί. 
Διότι δεν είναι εύκολο να εξηγείς σε πολλούς ότι αυτό που γυρεύεις είναι «πηγή», και όχι «εμφιάλωση». 
Έμπνευση, και όχι τακτοποίηση.

Μέσα σ’ όλα, ήρθαν και οι απελπιστικά καθυστερημένες «ωδίνες του γονιού». 
Αυτές που συχνά συνοδεύονται από αφόρητες τύψεις, που με τη σειρά τους φέρνουν πόνο αβάσταχτο. 
Που πήγα λάθος; Τι μπορούσα να κάνω διαφορετικά; Σε ποιο σημείο του δρόμου έχασα την κατεύθυνση; Μπορώ να γυρίσω πίσω;