Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΡΧΙΣΩ ΠΑΛΙ


Κορίτσι μου,
για σένα το γράφω εκείνο το βιβλίο
«για τα σένα το ’χτισα» που έλεγε κι ο λαϊκός.
Εξακόσιες πενήντα σελίδες και βάλε
για όλα τα χάδια από το γόνατο και πάνω!
Αμέ, αμ’ πώς για,
κι «αμ’ τι γαρ»
που ’λεγε κι ο Καρούζος
τότε, γύρω στα 1985,
ναι, τότε που κάναμε δικές μας
τις γυναίκες και τις πόλεις.
 (Τώρα οι πόλεις καταστράφηκαν πια,
μονάχα οι γυναίκες οι γενναίες
απόμειναν για τα τρελά μας γλέντια,
για τα αβρά μας ξεφαντώματα).


Κορίτσι μου,
πίνω το κρασάκι μου
και σ’ το γράφω εκείνο το βιβλίο
που μιλάει, που κλαίει, που γελάει
που ασθμαίνει, και γογγύζει, τραγουδάει,
εκείνο το βιβλίο που πατάει
σ’ όλα τα βιβλία που διάβασα
σ’ όλα τα βιβλία που αγάπησα
σ’ όλα τα βιβλία που λάτρεψα
μα πιο πολύ στους δύο τού Μίλερ Τροπικούς
στου Μάλκολμ το Ηφαίστειο
και  στου Εγέλου τη Φαινομενολογία.
Κι ακόμα, ανενδοίαστα κι αναίσχυντα
μα και ευλαβικά, με δέος έστω μεθυσμένο
και με μέριμνα, πες τη, σουρωμένη
αντλεί
απ’ όλα τα ωραία άσματα
της τζαζ τα ανυπέρβλητα κεράσματα
ναι, αντλεί κι απ’ του Σατί
τις λεπτεπίλεπτες ειρωνείες
κι απ’ του Τατί
τις εξαίσιες του χιούμορ μαγγανείες.


Είναι μακριά το Μαρούσι,
πιο μακριά κι απ’ το Παρίσι
για κάθε ερωτευμένο Ροβεσπιέρο,
είχα με πικρό μα αγέρωχο θράσος κάποτε αποφανθεί.
Και τώρα έρχεται του πράγματος η αλήθεια
να με κεντρίσει απρόσμενα
έρχεται να μου πει ότι καλά το είχα μιλήσει,
καλά το είχα γράψει,
και άλλωστε άλλοτε πάλι είχα δηλώσει πως
δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε ό,τι δεν έχουμε ζήσει.
Είναι ένα στοίχημα κι αυτό
καθώς και όλα τ’ άλλα που έκανα και κάνω
τριάντα χρόνια τώρα
από την πυρωμένη εφηβεία μου και δώθε.


Γράφω λοιπόν σ’ εκείνο το βιβλίο
τα όσα έχω κάνει, τα όσα μπόρεσα να πω
τα όσα με ταξίδεψαν
μακριά απ’ τις κοιλάδες των δακρύων
μακριά από τα βλέμματα των αχρείων
μακριά απ’ τη χθαμαλότητα μυρίων και μυρίων
σ’ εκείνα τα μέρη όπου τα οδοφράγματα
είναι καμωμένα επιτέλους από άνθη
σ’ εκείνα τα ποιητικά τοπία όπου η ελευθερία είναι
της γνώσης η θυγατέρα, και της τόλμης,
όπου η ευγένεια είναι της σάρκας που ζητεί και θέλει εξαδέλφη
όπου μάνα της φρόνησης είναι η αμέριμνη καλοσύνη
και δίδυμη αδελφή της αφροσύνης είναι η περίσκεψη


Γράφω, το λοιπόν, πώς μπόρεσα,
καθώς και άλλοτ’ έλεγα,
να συνοψίσω τη ζωή μου
σε πέντε, έξι φράσεις (άλλων),
πώς κάποτε που μου έδειξαν μια πανώρια κατοικία
σ’ εκείνη τη συνοικία
που έχει τόσο κοσμήσει ο Πικιώνης,
άκουσα την ίδια μου την αυθάδεια
να λέει, «Άσε, έχω πιει τρεις τέτοιες!»
πώς κατάφερα να γράψω σελίδες πολλές
και γόνιμες, θαρρώ,
για όλους εκείνους που με έκαναν αυτό που είμαι,
σελίδες ευγνωμοσύνης για τον Κέρουακ και τον Μπάροουζ,
για τον Ντεμπόρ και τον Ντυσάν,
για τον Καρούζο και τον Βακαλόπουλο,
και τον Πάρκερ και τον Ρόλλινς μα και τον Κολτρέιν,
και άλλους τέτοιους άδολους τιτάνες.


Γράφω ακόμα για την ευκολία μου
να συγχωρώ τον εαυτό μου,
για την ανάγκη μου μόνος να μη μένω,
για τα τόσα δείπνα που κατέληγαν σε γλέντια αντάξια του Βιγιόν,
αλλά και, όπως το είπε ο άλλος, για πρωινά
που ήσαν συγκινητικά μα δύσκολα.
Γράφω για πόσο αγάπησα
και πόσο με αγάπησαν
ακόμα και άνθρωποι θαυμάσιοι που δεν ήμουν άξιός τους,
γράφω για το πόσο τυχερός αισθάνομαι
που μου έλαχαν όμορφοι φίλοι και γενναίες γυναίκες,
για την ωραία απερισκεψία όλων μας,
του περιβάλλοντός μου και εμού,
να γινόμαστε, ξανά και πάλι, και ξανά,
των βεβαιοτήτων (των άλλων)
δολιοφθορείς
και να εμμένουμε με έπαρση βουβή
στα όσα εμείς, και μόνο εμείς, θεωρούσαμε δικά μας.


Έρχομαι να σου μιλήσω, γράφοντας πόσο
λαμπρές ήσαντε κάποιες νύχτες που όλοι για σκοτεινές λογάριαζαν
ευθύς για να σου πω ότι ανάμεσα στα
αρίφνητα αστέρια πάντα ξέραμε ποιο μας χαμογελούσε
νεύοντάς μας να συνεχίσουμε όπως αρχίσαμε
νίβοντάς μας τ’ ανομήματα ώστε να πάμε καθάριοι γι’
άλλα
μακάριοι πελάτες του λυτρωτικού ολέθρου
ανενδοίαστα μειράκια της περίτεχνής μας τρέλας
ρήτορες της μεθυσμένης συμφοράς το μεσονύχτι
τακίμια κι αδέρφια θιασώτες του ανήμερου
ίμερου μιας νέας γεωγραφίας των παθών
ντριπλαδόροι των στερεοτύπων και της νυσταλέας σύμβασης
όμορφοι κομπιναδόροι και
υπέρ του καλού αθώοι συνωμότες.


Ω, ας τελειώσει εδώ το ποίημα,
εύμορφη από μικρή και νυν,
κορίτσι που μου γεμίζεις το τσιγάρο
και το ποτήρι μου ανάβεις,
ναι, ας τελειώσει εδώ το ποίημα
λίγο πριν αρχίσω
να γράφω και να ζω και πάλι!

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Λόγος του σώματος και σώμα του τραυματισμένου γυναικείου λόγου...

Έλενα Τοπαλίδου: 242 φινάλε

Έχω χάσει το στυλ μου. Προσπαθώ. Να βρω τον τρόπο. Προσπαθώ.
Να σου φανερώσω. Είμαι. Νιώθω. Ανεπαρκής.
Ξέρεις. Δεν είναι εύκολο καθόλου. Να στέκομαι εδώ. Απέναντί σου.
Να σου μιλάω. Να μη βρίσκω λόγια. Να μην απαντάς.
Γιατί μου το κάνεις αυτό;
Σε παρακαλώ. Θέλω μαζί σου να τα δοκιμάσω όλα. Είμαι γελοία;
Πρέπει να ξέρω. Είμαι αστεία; Είμαι; Σέξι;
Συγνώμη. Θα ξαναπροσπαθήσω. Προσπαθώ.
Είναι δύσκολο. Θυμώνεις; Σε νιώθω παντού μέσα στο δέρμα μου.
Παντού. Και είναι. Ζέστη. Εσύ το κάνεις αυτό; Εγώ το παθαίνω;
Θα μου πεις; Είναι ανυπόφορο. Πρέπει να ξέρω. Για να κοιμηθώ σήμερα λίγο.
Σ’ αρέσουν τα μαλλιά μου; Τα πόδια μου;
Εμένα σε σένα μ’ αρέσουν τα χέρια σου. Σίγουρα.
Θα βγάλω τα παπούτσια μου. Να βγάλω τα παπούτσια μου;
Για σένα θα το κάνω. Μόνο για σένα τα κάνω όλα.
Από τότε που σε είδα. Για σένα κάνω. Τα πάντα. Είναι ανυπόφορο.
Ακούς; Ντρέπομαι. Φριχτά. Που στέκομαι εδώ. Για σένα.
Τα μάτια σου μ’ εξαφανίζουν. Αν μου μιλήσεις θα λιποθυμήσω.
Πρέπει να μάθω να περπατάω από την αρχή.
Δε γίνεται αλλιώς. Ξέχασα πως περπατούσα. Συγνώμη. Ακούς;
Η καρδιά μου θα σπάσει. Γέλα. Μαζί μου. Μ’ αρέσουν πολύ τα δόντια σου.
Έχεις ευγένεια. Έχεις ομορφιά. Πολύ. Σε θέλω. Στο λέω. Να. Πες κάτι.
Η ντροπή μου κόβει την ανάσα. Λατρεύω. Ακόμη και τη σιωπή σου.
Σ’ αρέσει η μυρωδιά μου; Τη θυμάσαι; Εγώ. Θέλω να νιώσω τη μυρωδιά σου.
Πάνω μου. Πάντα. Και για πάντα. Και ποτέ. Να μη σβήσει.
Η λαχτάρα μου. Ο θυμός μου. Γιατί. Ζητάω. Θέλω.
Θέλω να κάνουμε μαζί ποδήλατο. Θέλω να ζήσουμε σε ένα σπίτι. Ψηλό. Ψηλά.
Θέλω να σε δω να ξεσκονίζεις. Να κάνεις μπάνιο. Και να τραγουδάς.
 Να μαγειρεύουμε. Θέλω να περπατήσω πάνω σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω.
Δεν μπορώ να σταματήσω. Πες κάτι. Πες κάτι. 
Σε παρακαλώ. Θα σε σκοτώσω.
Θέλω το φως ανοιχτό. Για να σε βλέπω. Πάντα.
Σ’ αρέσει έτσι που κατάντησα; Για σένα; Μετάνιωσες;
Μη γελάς. Γελάς. Με κοροϊδεύεις. Σταμάτα.
Τι είσαι; Με ταΐζεις με το φαί του σκύλου.
Ποτέ δε με σκέπασες μια νύχτα. Ούτε.
Τις νύχτες που σε γύρεψα σε βρήκα ν’ αδειάζεις κρυφά το σπίτι σου.
Πού θα περπατάω. Σε ποιο δρόμο. Όταν αδειάσεις το σπίτι σου.
Μου πήρες όλες τις λέξεις απ’ το στόμα. Δεν έχω πια λέξεις. Δεν έχω πια γλώσσα. Θα συνεχίσω με μουγκρητά.
Αρνούμαι τη γλώσσα που σου μίλησα. Δεν τη θέλω. Τη μισώ. Την εγκαταλείπω.
Δεν με χωράει πια. Δε χωράει το θυμό μου η γλώσσα σου.
Με αφάνισες. Ναι. Με γέννησες. Και με πέθανες. Με άλλαξες και με έκανες να πιστέψω ότι μπορώ να ζήσω έτσι. Μαζί σου. Από σένα. Μόνο από σένα.
Θέλω να δω τα μυαλά σου χυμένα στην άσφαλτο. Στο δρόμο. Θέλω να μην σε ξαναδώ στα μάτια μου. Ποτέ. Άκουσε την τελευταία μου επιθυμία.
Πριν σε διαγράψω από τον χάρτη. Θα σ’ αφήσω να ζήσεις έτσι. Χωρίς ζωή.
Χωρίς εμένα. Αφού ζητάς τόσα πολλά. Θα ξέρεις να αντέχεις το τίποτα που θα σου χαρίσω. Ολόκληρα. Μ’ όλη μου την ψυχή. Σε ξεριζώνω.
Τώρα. Αμέσως. Τώρα που μ’ ακούς. Με βλέπεις πως έγινα; Εσύ με κατάντησες έτσι. Στεγνή. Μπορείς να ζωγραφίσεις πάνω μου.
Είμαι ΚΟΝΤΡΑ ΠΛΑΚΕ. Σε τσαλακώνω. Σαν κουτί από τσιγάρα και σε πετάω. Στον πρώτο δρόμο που θα βρω. Σε καίω. Σε ρουφάω βαθειά.
Και σε ξερνάω. Μαύρο καπνό. Καπνό. Μαύρο. Μαύρο. Τι άλλο θέλεις από μένα. Τι θες. Αφού εγώ είμαι εσύ. Δεν το ξέρεις; Αναποδογύρισες ό,τι έχω. Άναψες όλα τα φώτα. Και έκανες τη ζωή μου νύχτα.
Δεν έχω λόγια. Δεν έχω αισθήματα. Μουγγρίζω. Θα σε σκοτώσω.
Σε σκοτώνω. Σε διαγράφω. Σε πληρώνω. Σε μετράω. Σα νόμισμα.
Αφού όλα πάνω είναι τόσο κοινόχρηστα. Σε χαρίζω στο διηνεκές.
Σε καταδικάζω. Χωρίς θάνατο. Να ζεις. Χωρίς τέλος. Να αγαπάς.
Σου ρουφάω το νερό σου από όλους τους ωκεανούς. Καταπίνω το αλάτι σου. Και κοιτάω από μακριά το ψέμα σου. Τη σκληρότητά σου. Τη δικαιοσύνη σου. Τις λέξεις που κουβαλάνε όλους τους ερωτευμένους. ΜΕ τη δίψα σου.
Σ’ αφήνω χωρίς νερό. Χωρίς φαϊ. Χωρίς λέξεις. Αυτή είναι η κατάρα μου.
Να είσαι ένα στόμα χωρίς λέξεις. Ένα σώμα χωρίς σώμα. Ναι. Χωρίς σώμα. Με έρωτα χωρίς σώμα. Χωρίς γη. Σε καταδικάζω σε αιώνια νιάτα.
Να είσαι πάντα. Ανόητα. Πληκτικά. Εδώ. Χωρίς γλώσσα. Να θυμάσαι.
Και να νιώθεις το μίσος μου. Κραυγάζω το μίσος μου στο λαβύρινθο της ακοής σου. Να μην κοιμηθείς ποτέ. Σε αϋπνία. Χωρίς όνειρα. Χωρίς ύπνο. Χωρίς οδηγό. Χωρίς σκοπό. Χωρίς πιστούς. Σου κόβω τη γλώσσα. Σε φτύνω. Σε μαχαιρώνω. Πονάς. Νικάω το βάρος σου. Και φεύγω. Μαζί σου.

Info: Η Έλενα Τοπαλίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χαλάνδρι. Χόρεψε για 15 χρόνια με την ομάδα Οκτάνα του Κ. Ρήγου. Σαν χορεύτρια συνεργάστηκε με την Ομάδα Εδάφους του Δ. Παπαϊωάννου, το Κ.Θ.Β.Ε κ.α. Σαν ηθοποιός συνεργάστηκε με το Κ.Θ.Β.Ε., τη Νέα Σκηνή του Λ. Βογιατζή, το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο του Νότου του Γ. Χουβαρδά κ.α. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.